Δεν ανήκω σε εκείνους που προγραμματικά θεωρούν “ανεπίδεκτη” την Τουρκία ή που αντιτίθενται στη συνεννόηση και στις διαπραγματεύσεις μαζί της, ακόμα και κάνοντας ελαφρώς τα στραβά μάτια σε ορισμένα θέματα δευτερεύουσας ή συμβολικής σημασίας. Ωστόσο, με αυξημένη ένταση τον τελευταίο καιρό, το καθεστώς που βρίσκεται στην εξουσία τη γειτονική χώρα κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει ότι απέχει πολύ, κι ότι δεν θέλει να μειώσει την απόσταση, και σε μια σειρά από μέτωπα πρωτεύουσας σημασίας. Ισχύει, φυσικά, έναντι της Ελλάδας, αλλά και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία, κατά τα άλλα, η Τουρκία επιθυμεί ιδιαίτερες σχέσεις -για προσχώρηση δεν γίνεται πια λόγος από κανέναν- και θυμώνει όταν δυσκολεύεται να τις βρει.
Λόγω του “ειδικού” ρόλου τον οποίο μόνη της προσέδωσε στον εαυτό της σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία -διαπραγματευτής στο όνομα της ειρήνης αλλά με υπερβολικά καλές σχέσεις με τη Ρωσία-, η Τουρκία πίεσε, στο όριο του εκβιασμού, το “δυτικό στρατόπεδο” στο ζήτημα της εισόδου της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Με αφορμή πάντα τον πόλεμο, πύκνωσε και τις απειλές εναντίον της Ελλάδας, τόσο στο εδαφικό όσο και στο ενεργειακό μέτωπο, δημιουργώντας έτσι, εν τοις πράγμασι, αντίστοιχες απειλές κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά. Πρόσφατα φαίνεται να πέρασε σε ένα στάδιο ακόμα πιο προχωρημένων προκλήσεων, που αγγίζουν και τα τέσσερα θεμέλια της Ένωσης και της ευρωπαϊκής προοπτικής οποιασδήποτε χώρας: ειρήνη, ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, οικονομία.
Η επίθεση κατά των Κούρδων στη Συρία, ως αντίποινα για την πρόσφατη επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, την οποία όμως όλες οι κουρδικές οργανώσεις αρνούνται ότι διέπραξαν, αποτελεί μια παράνομη κατά το διεθνές δίκαιο πολεμική ενέργεια εναντίον μιας κυρίαρχης χώρας και άμαχου πληθυσμού. Συγκρούεται ευθέως με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο μάλλον που συνδυάστηκε με εκδικητικές θριαμβολογίες (“ήρθε η ώρα να πληρωθεί ο λογαριασμός”). Το χτύπημα αυτό κάθε άλλο παρά είναι άσχετο με αντίστοιχο, τις ίδιες ώρες, του Ιράν κατά άλλου τμήματος των Κούρδων της Συρίας.
Κάτι που φέρνει στην επιφάνεια την άτυπη συμμαχία της Άγκυρας με την Τεχεράνη, συμμαχία που διόλου δεν υποχώρησε την παρούσα περίοδο ξεσηκωμού του ιρανικού λαού, και της παγκόσμιας κοινότητας, κατά του καθεστώτος των μουλάδων και της τύχης που επιφυλάσσουν στα δικαιώματα των γυναικών και γενικώς στ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Η τουρκική στάση δεν εκπλήσσει, αφού και στη χώρα αυτή η κατάσταση των δικαιωμάτων είναι πολύ κακή. Ισχύει κατεξοχήν για τις ατομικές ελευθερίες, αλλά και για τα πολιτικά-δημοκρατικά δικαιώματα: κατά την προεκλογική περίοδο που άτυπα έχει αρχίσει, δεν υπάρχει καμία ισονομία και ισότητα όπλων μεταξύ των κομμάτων και των προσώπων, με τον ενεργεία πρόεδρο να θεωρεί ότι γι’ αυτόν όλα επιτρεπτά κι ότι οι αντίπαλοί του είναι, εξ ορισμού, “εχθροί του λαού”.
Αλλά και στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, η σημερινή Τουρκία απέχει εντελώς, κι εντελώς ανοιχτά, από την ευρωπαϊκή νόρμα. Δεν είναι μόνο ο πληθωρισμός που έφτασε τον Οκτώβριο στο 85,5%, το αρνητικό ισοζύγιο συναλλαγών και πληρωμών, η κατρακύλα της τουρκικής λίρας, οι παρεμβάσεις στην “ανεξαρτησία” της κεντρικής τράπεζας. Σε χτεσινό της άρθρο η έγκυρη γαλλική εφημερίδα Le Monde ανέδειξε ένα παράνομο -για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- λογιστικό τρικ, μέσω του οποίου η κυβέρνηση προσπαθεί να μειώσει τα τεράστια ελλείμματα: παράλογα υψηλά ποσά εισαγόμενου, και άγνωστης προέλευσης, χρήματος (24,4 δισεκατομμύρια μόνο κατά τους 7 πρώτους μήνες) εγγράφονται στον κωδικό “λάθη και άλλοι λογαριασμοί” του προϋπολογισμού, φουσκώνοντάς τον με τεχνητό, και ανεξέλεγκτο, τρόπο.
Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε: την Τουρκία δεν δικαιούνται να την αγνοούν ή να την υποτιμούν ούτε η Ελλάδα ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν θέλουν, ωστόσο, να δρουν βάσει της αλήθειας, δεν μπορούν -γιατί η ίδια δεν το επιτρέπει- να την αντιμετωπίζουν ως ευρωπαϊκή, από δημοκρατική άποψη, χώρα.