Η τουριστική κίνηση εξελίσσεται και φέτος με ικανοποιητικούς ρυθμούς και μέσα στις προβλέψεις για μία ακόμα πετυχημένη χρονιά. Μάλιστα οι προκρατήσεις δείχνουν ότι και οι επόμενοι δύο μήνες θα κυλήσουν με ικανοποιητικές πληρότητες στους top προορισμούς της χώρας.

Όμως οι τουριστικοί παράγοντες που από τώρα κάνουν τις προετοιμασίες τους για την επόμενη σεζόν δείχνουν αρκετά προβληματισμένοι για το αν θα μπορέσει η τουριστική μας βιομηχανία να συνεχίσει να δουλεύει με τους ίδιους αυξητικούς ρυθμούς καθώς τα μηνύματα που παίρνουν δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά.

Και τούτο γιατί η αυξημένη ροή τουριστών στα τελευταία χρόνια ανέδειξε τις αδυναμίες στις υποδομές των περισσότερων τουριστικών προορισμών, αλλά και τους αντιεπαγγελματίες που έχουν μπει στον χώρο και χρεώνουν υψηλές τιμές σε σχέση με τις προσφερόμενες υπηρεσίες σε μια λογική της αρπαχτής. Αγνοώντας όμως ότι οι τουρίστες πλέον μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη και μπορούν εύκολα να καταγγέλλουν τα στραβά κι ανάποδα που συναντούν, κάνοντας τεράστια δυσφήμηση στο τουριστικό προϊόν της χώρας που με τόσο κόπο έχει κτιστεί τα τελευταία χρόνια.

Ετσι, η λογική του «ό,τι αρπάξουμε φέτος και του χρόνου βλέπουμε» απειλεί όλη την τουριστική μας βιομηχανία, η οποία δίνει αγώνα με τις ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου.

Ενας άλλος λόγος ανησυχίας είναι η γενικότερη ακρίβεια που επικρατεί όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στις ευρωπαϊκές χώρες που μας τροφοδοτούν με επισκέπτες – και κυρίως στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Με το περιορισμένο μπάτζετ που διαθέτουν για τα ταξίδια τους ψάχνουν είτε φθηνότερους προορισμούς, είτε κόβουν μέρες από το ταξίδι τους.

Το είδαμε άλλωστε και το ζήσαμε φέτος το καλοκαίρι σχεδόν σε όλη την επικράτεια: παρατηρήθηκαν αυξημένος αριθμός επισκεπτών και υψηλές πληρότητες στα πάσης φύσεως καταλύματα, πλην όμως μεγάλη πτώση στην κατανάλωση και στην εστίαση, όπου οι τιμές έχουν ξεφύγει στην κυριολεξία. Ετσι, πολλοί προτίμησαν και προτιμούν να κόβουν γεύματα και να τρώνε στα δωμάτια, αυξάνοντας έτσι τον τζίρο των τοπικών σούπερ μάρκετ! Το φαινόμενο αυτό δεν περιποιεί τιμή στους επαγγελματίες της εστίασης και πολύ φοβούμαι, αν δεν εκλογικεύσουν τις τιμές, του χρόνου η κατάσταση που θα βιώσουν θα είναι πολύ χειρότερη – και θα φταίνε εν πολλοίς και οι ίδιοι.

Ενας άλλος λόγος ανησυχίας που προβάλλουν τα θεσμικά όργανα του τουρισμού είναι οι αντοχές των υποδομών στους περισσότερους τουριστικούς προορισμούς. Η έλλειψη χώρων εναπόθεσης των σκουπιδιών, αλλά και η μη αποκομιδή τους, ελλείψει μέσων και προσωπικού, έχει εμφανίσει μια εικόνα σκουπιδαριού σε πολλά νησιά μας, καλύπτοντας ουσιαστικά τις ομορφιές για τις οποίες τα επισκέπτονται.

Οι ελλείψεις σε νερό για την εξυπηρέτηση του μεγάλου όγκου επισκεπτών επίσης σε αρκετά νησιά αποτελεί ένα πρόσθετο πρόβλημα. Και αυτές οι αδυναμίες στις υποδομές είναι που δίνουν τροφή στο αντιτουριστικό κίνημα. Μάλιστα φοβούμαι πως δεν θα αργήσει η στιγμή που θα δούμε διαδηλώσεις ανάλογες με αυτές που είδαμε στη Μαγιόρκα και στη Βαρκελώνη από κατοίκους που η ζωή τους έγινε ανυπόφορη από τον υπερτουρισμό και τώρα διώχνουν τους τουρίστες και τους κάνουν μπούλινγκ.

Επιπρόσθετη πηγή ανησυχίας για το άμεσο μέλλον είναι και η κλιματική κρίση. Οσο κι αν φαίνεται υποδεέστερο των άλλων παραγόντων, δεν είναι καθόλου έτσι, καθώς ο σχεδιασμός ενός ταξιδιού από τους «ψαγμένους» πλέον τουρίστες λαμβάνει σοβαρά υπόψη και αυτή την παράμετρο, δηλαδή τους κινδύνους από τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και τους καύσωνες.

Και ναι μεν για το τελευταίο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, όμως για όλα τα άλλα υπάρχει ευρύ πεδίο ανάληψης ευθυνών τόσο από τους κρατικούς φορείς με δημόσια έργα υποδομών όσο και από τους επαγγελματικούς φορείς της τουριστικής αλυσίδας, οι οποίοι οφείλουν να απομονώσουν τους κακούς συναδέλφους τους που νοιάζονται μόνο για το πρόσκαιρο υπερκέρδος, αδιαφορώντας για τη ζημιά που προκαλούν στους σωστούς συναδέλφους τους και υποθηκεύοντας το μέλλον όλου του κλάδου.