search icon

Γνώμες

Τουλάχιστον να πιάσουμε τη «βάση»

Οταν κάτι αποφασίζεις να το αλλάξεις, πρέπει ήδη να έχεις έτοιμο εκείνο με το οποίο θα το αντικαταστήσεις στην τοπική οικονομία. Ανάπτυξη θέλουμε, χρήματα έρχονται (Ταμείο Ανάπτυξης), ας κάνουμε κάτι σοβαρό και οργανωμένο, έστω και κατόπιν εορτής

Η θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια, που υλοποιήθηκε φέτος για πρώτη φορά, είναι μια σωστή απόφαση.

Η κυβέρνηση ανέλαβε το πολιτικό κόστος να την εφαρμόσει και πολύ καλά έπραξε. Μια κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι προσωρινά ευχάριστη για όλους, επιμένοντας στο λάθος, για ψηφοθηρικούς λόγους. Ας αφήνει αυτό το… πλεονέκτημα στην εκάστοτε αντιπολίτευση. Ο πρωθυπουργός πρέπει να επιλέγει εκείνο που είναι δίκαιο, χρήσιμο για την κοινωνία, που πάει συνολικά τη χώρα ένα βήμα μπροστά και που στο τέλος μπορεί να γίνει αποδεκτό από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης και άρα τους ψηφοφόρους πριν από τις κάλπες. Αν τα τελευταία 47 χρόνια οι πολιτικοί μας είχαν αυτή τη λογική, θα είχαμε κράτος, υπεύθυνους πολίτες, ικανοποιημένη κοινωνία, δεν θα είχαμε μπει σε οικονομικές περιπέτειες και δεν θα κλαίγαμε κάθε καλοκαίρι πάνω από τα καμένα αδυνατώντας να οργανώσουμε ένα αποτελεσματικό σύστημα δασοπυρόσβεσης.

Αν δούμε συνολικά και αποστασιοποιημένα τα φετινά αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, η εισαγωγή στα ΑΕΙ 57.000 νέων με ελάχιστη επίδοση το 7 και 8.500 νέων στα δημόσια ΙΕΚ από τους συνολικά 92.000 υποψηφίους είναι μια ικανοποιητική, ρεαλιστική αποτύπωση των αναγκών της χώρας σε όλες τις επιστημονικές βαθμίδες και απολύτως συμβατή με τις δυνατότητες απορρόφησης από την αγορά εργασίας. Κάθε άλλη αναλογία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε στρέβλωση που φέρνει την ανεργία, την ετεροαπασχόληση, τη φυγή στο εξωτερικό των πτυχιούχων επιστημόνων.

Από την άλλη, είναι απολύτως κατανοητή η επιθυμία κάθε υποψηφίου και της οικογένειάς του να μπει στο πανεπιστήμιο. Μόνο που αυτό προϋποθέτει προσπάθεια και όσο πιο αδύναμος είναι ένας μαθητής τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η προσπάθεια. Είναι όμως εντελώς άδικο να μην υπάρχει κανένα κριτήριο για εκείνους που προσπαθούν σε σχέση με εκείνους που δεν ενδιαφέρονται για τις επιδόσεις τους, βέβαιοι για την «επιτυχία» τους. Οσον αφορά το επιχείρημα ορισμένων -και κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης- να μην εφαρμοστεί ούτε φέτος η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα ΑΕΙ, λόγω των ειδικών συνθηκών που προκάλεσε στη λειτουργία των σχολείων η πανδημία, διαπιστώνω ότι ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και γονείς υπάρχουν δύο απόψεις. Η πρώτη που υποστηρίζει ότι τα παιδιά δεν μπόρεσαν να προετοιμαστούν κατάλληλα και η δεύτερη ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν έδωσαν χρόνο στους υποψηφίους (χωρίς εξόδους, αθλητικές δραστηριότητες, περιττά φροντιστήρια) να συγκεντρωθούν και να διαβάσουν μεθοδικά. Ο καθένας μας μπορεί να απορρίψει ή να δεχτεί όποια εκδοχή ταιριάζει καλύτερα στη λογική του. Ας μην ξεχνάμε πως ο Αλέξης Τσίπρας με τον δικό του μοναδικό τρόπο υποσχέθηκε ότι θα αποκαταστήσει και εκείνους που φέτος για οποιονδήποτε λόγο δεν έπιασαν τη βάση του 7!

Αν όμως η κυβέρνηση ορθώς αποφάσισε τη θέσπιση βάσης εισαγωγής, χωρίς άλλη αναβολή, δεν μπορώ να πω το ίδιο για την προετοιμασία της υλοποίησης. Μια ευθύνη που δεν βαραίνει μόνο τους σημερινούς, αλλά πάει και πίσω στον ΣΥΡΙΖΑ και πολύ πιο πίσω στις εσχατιές της Μεταπολίτευσης. Στον ΣΥΡΙΖΑ που μέσα σε μια νύχτα, χωρίς μελέτη, με ιδεοληπτική αφετηρία και ψηφοθηρικούς στόχους κατάργησε τα ΤΕΙ και τα έκανε ΑΕΙ. Μια ουσιαστική διαφοροποίηση που έχει να κάνει με το αντικείμενο σπουδών, τα εργασιακά δικαιώματα, την αγορά εργασίας, την εργασιακή ιεραρχία (δεν μπορεί σε μια οικοδομή να εργάζονται μόνο πολιτικοί μηχανικοί, άντε και αλλοδαποί, ανασφάλιστοι και κακοπληρωμένοι εργάτες), τα προσόντα του εκπαιδευτικού προσωπικού και κυρίως τις δυνατότητες των ίδιων των φοιτητών – σπουδαστών ισοπεδώθηκε χωρίς σοβαρή αντίδραση. Ολοι βολεύτηκαν ή νόμιζαν ότι βολεύτηκαν μέχρι η ζωή να αποδείξει το αντίθετο. Μια ευθύνη που έχει την αφετηρία της πίσω στην κατάργηση της δήθεν αντιπαιδαγωγικής βαθμολόγησης των μαθητών στο Δημοτικό, που είχε ως αποτέλεσμα, ακόμη και σήμερα, οι απόφοιτοι Λυκείου να υστερούν δραματικά στην έκφραση, στην ορθογραφία, στις απλές πράξεις αριθμητικής, για να μη μιλήσω για την ευρύτερη μόρφωση.

Σε κάθε περίπτωση, εκείνοι κρίθηκαν στις εκλογές και πιθανόν από την Ιστορία. Σημασία έχει το τώρα και σήμερα έχουμε κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Επρεπε να υπάρξει πληρέστερη και ευρύτερη πρόνοια για όλους εκείνους που θίγονται από τη θέσπιση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Οι 27.000 νέοι που δίκαια μπορεί να έμειναν εκτός ΑΕΙ, αλλά και ΙΕΚ έπρεπε να είχαν στη διάθεσή τους περισσότερες επιλογές. Πράγματι δόθηκε η εντύπωση ότι γίνονται «πάσα» σε αμφίβολης ποιότητας ιδιωτικά κέντρα σπουδών ή σε πανεπιστήμια της Κύπρου και της Βρετανίας και αυτό αδικεί την κυβέρνηση. Επρεπε εκεί, ανάμεσα στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, να οργανωθεί μεθοδικά κάτι άλλο, συμβατό με τα προσόντα των παιδιών που έμειναν έξω, τις ανάγκες της κοινωνίας, τις προοπτικές της οικονομίας που θέλουμε να ξαναχτίσουμε.

Δεν έγινε. Οπως δεν έγινε κάτι και για τις περιοχές όπου έκλεισαν (ή θα κλείσουν) πανεπιστημιακά τμήματα λόγω έλλειψης φοιτητών. Δεν μπορεί η οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής να στηρίζεται στο υστέρημα των οικογενειών που έχουν εκεί τα παιδιά τους για να «σπουδάσουν» πιθανόν το… τίποτα. Οταν όμως αυτό αποφασίζεις να το αλλάξεις πρέπει ήδη να έχεις έτοιμο εκείνο με το οποίο θα το αντικαταστήσεις στην τοπική οικονομία. Ανάπτυξη θέλουμε, χρήματα έρχονται (Ταμείο Ανάπτυξης), ας κάνουμε κάτι σοβαρό και οργανωμένο, έστω και κατόπιν εορτής.

Να πιάσουμε, επιτέλους, τη βάση.

Exit mobile version