Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής, μάλλον αποδραματοποίηση και απλούστευση νομίζω
Καταρχήν τον τόνο τον έδωσε ο ίδιος ο Μητσοτάκης, που στη μετεκλογική του συνέντευξη είπε ξεκάθαρα στα στελέχη του «παιδιά, ξεκαβαλήστε, δεν είμαστε πια στο 41% αλλά στο 28,5%», έστω και αν στ’ αλήθεια με δυο-τρεις απλές κινήσεις θα ήταν και στο 30%-31%, ακόμα και στο 32%.
Δηλαδή αν είχε «κρατήσει» τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές να τις κάνει με τις ευρωεκλογές, κατά πάσα βεβαιότητα θα έτρεχαν για λογαριασμό του κόμματος και οι υποψήφιοι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι και σίγουρα η συσπείρωση θα ανέβαινε αρκετά, με αντίστοιχο αντίκτυπο και στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Από εκεί και πέρα η πτώση του ποσοστού του κυβερνώντος κόμματος έστω από το 33% των περασμένων ευρωεκλογών εμπεριέχει ένα σαφέστατο μήνυμα, παρά το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης μετά το αποτέλεσμα δεν έχει αντίπαλο απέναντί του ένα κόμμα, έναν πολιτικό αρχηγό -δηλαδή τον Κασσελάκη ή τον Ανδρουλάκη-, αλλά τα προβλήματα της καθημερινότητας. Και αυτά είναι πολύ πιο ισχυρά από τους πολιτικούς του αντιπάλους και αν δεν τα παλέψει σκληρά είναι βέβαιο ότι θα τον νικήσουν.
Την πρώτη τετραετία αισθάνομαι ότι η κυβέρνηση είχε ξεκάθαρους στόχους να επιτύχει, έπεσε και πάνω στην πανδημία και τα πήγε καλά γιατί έφερε αποτέλεσμα. Συμμάζεψε την οικονομία, χαμήλωσε τους φόρους και τις εισφορές, θωράκισε την άμυνα της χώρας, εξάλειψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη λαθρομετανάστευση για κάποιο διάστημα, δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας.
Επαναλαμβάνω, όλα αυτά εν μέσω μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης αλλά και χωρίς δημοσιονομική πίεση από την Ευρώπη, η οποία μάλιστα μας προσέφερε -κατόπιν καλών διαπραγματεύσεων του ίδιου του πρωθυπουργού- ένα κολοσσιαίο πακέτο ενίσχυσης 36 δισ. ευρώ που μπορεί να αλλάξει την Ελλάδα.
Στη δεύτερη τετραετία, που ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο, νομίζω ότι χάθηκε ο προσανατολισμός, ξεχάσαμε τα βασικά προβλήματα της χώρας εδώ και μερικές δεκαετίες. Αναφέρω τρία χαρακτηριστικά με τα οποία αν υπάρχει κάποιος που διαφωνεί ή δεν τα βλέπει να… σηκώσει το χέρι.
Ποιος, για παράδειγμα, δεν βλέπει ότι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι ακόμα γεμάτες με τα γνωστά σε όλους μας λεωφορεία-φυσαρμόνικες που πρωτοκυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 1978; Πόσα χρόνια και πόσα δισ. ευρώ πρέπει να περάσουν από το ελληνικό κράτος για να αλλάξει κάποιος αυτό το αίσχος; Ρώτησα έναν υπουργό γι’ αυτό και μου απάντησε ότι ευθύνεται ο κανονισμός κρατικών προμηθειών που είναι πολύ γραφειοκρατικός και δεν αλλάζει εύκολα. Ναι, αλλά εμείς από τον Ιανουάριο μέχρι την άνοιξη ασχολούμασταν με τους γάμους των ομόφυλων ζευγαριών. Και ειλικρινά υπέρ είμαι, αλλά θα ήθελα να δω πανηγυρισμούς για νέα λεωφορεία, για σχολικά κτίρια που καταρρέουν ή είναι ακόμα στην εποχή της τουρκικής λεκάνης στην επαρχία και φυσικά για την Υγεία.
Από το 2021 έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες για την πρόσληψη 6.500 εργαζομένων σε θέσεις νοσοκόμων και διοικητικού προσωπικού στα νοσοκομεία και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες του ΑΣΕΠ (έλεγχοι νομιμότητας, δικαιολογητικών κ.λπ.) δεν έχουν τελειώσει ακόμα ώστε οι άνθρωποι αυτοί να πάνε στα νοσοκομεία να δουλέψουν. Μέχρι να γίνει αυτό -προβλέπεται το 2025- είναι βέβαιο ότι σχεδόν όλοι θα έχουν βρει μια καλύτερη δουλειά, οπότε θα ξαναψάχνουμε άλλους.
Πολλοί ανέμεναν περισσότερα από τον ανασχηματισμό της Παρασκευής από την κυβέρνηση, αλλά ειλικρινά δεν νομίζω ότι η Ν.Δ., όπως επίσης και τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, έχουν «κρυμμένα αστέρια» της δημόσιας ζωής που τα αφήνουν αναξιοποίητα. Νομίζω ότι ο πρωθυπουργός έπραξε ορισμένα προφανή σε υπουργεία που είχαν προβλήματα, όπως το Εσωτερικών και το Αγροτικής Ανάπτυξης, φρόντισε κάποιες κομματικές ισσοροπίες, αφού όντως η Κοινοβουλευτική του Ομάδα ήταν αρκετά «εκτός», και από εκεί και στο εξής εισέρχεται στη δύσκολη φάση της υλοποίησης μεγάλων θεμάτων που χρόνια ταλαιπωρούν τη ζωή του πολίτη. Εκεί θα κριθεί τους επόμενους μήνες – και μάλιστα αυστηρά.