search icon

Γνώμες

Τον λένε Στέφανο, τους λένε ΣΥΡΙΖΑ!

Ένα νέο «κύμα» δημοσκοπήσεων αρχίζει και καταγράφει τις τάσεις της κοινής γνώμης, δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα της «στιγμής» και φανερώνει την «αντίδραση» του κόσμου σε όσα πρωτοφανή ή προβλέψιμα συμβαίνουν στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό

Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τις εθνικές εκλογές, έντεκα μέρες από το δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και πολλές ώρες υψηλής «τηλεθέασης» γύρω από τον άκρως αποκαλυπτικό «εμφύλιο» – καταρχάς για το ίδιο το κόμμα- στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προφανές ότι ο περισσότερος κόσμος που ψήφισε (αλλά κι εκείνος που δεν ψήφισε για διάφορους και διαφορετικούς λόγους τέσσερις μήνες πριν) δεν έχει διάθεση να αλλάξει θέση στις δημοσκοπήσεις. Περιμένει, παρακολουθεί, κρίνει και επιφυλάσσεται. Ξέρει ότι οι επόμενες εθνικές κάλπες θα στηθούν τέσσερα χρόνια μετά- αρχίζει και πιστεύει ότι οι εκλογικοί κύκλοι αποκτούν μια σταθερότητα. Υπάρχει βέβαια και ο «σταθμός» των ευρωεκλογών, σε οκτώ μήνες από τώρα- μέχρι τότε οι πολίτες έχουν χρόνο για να κρίνουν τη σχέση τους με τα κόμματα, τις ηγεσίες και τα στελέχη τους.

Και όμως το νέο «κύμα» δημοσκοπήσεων καταγράφει ενδιαφέροντα ευρήματα- ιδιαιτέρως απογοητευτικά για τους «παίκτες» στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που στις εκλογές του Ιούνη δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 18%. Στο πρώτο γκάλοπ της GPO που παρουσιάστηκε χθες το βράδυ στο κεντρικό δελτίο του STAR, οι αριθμοί και τα ποιοτικά στοιχεία «μιλάνε» από μόνα τους. Στην πρόθεση ψήφου η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει 36,6% και ακολουθεί πίσω, σε μεγάλη απόσταση 23 και πλέον μονάδων, ο  ΣΥΡΙΖΑ με 12,9%, το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής με 11,9%, το ΚΚΕ με 8,5%, η Ελληνική Λύση με 5,4%, οι Σπαρτιάτες με 3,5%, η Νίκη με 2,5% και η Πλεύση Ελευθερίας με 2,3%.

Στο ίδιο γκάλοπ, μεταξύ των κ.κ. Μητσοτάκη, Κασσελάκη και Ανδρουλάκη το 48% θεωρεί καταλληλότερο πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 13,8% τον Νίκο Ανδρουλάκη και το 12,1% τον Στέφανο Κασσελάκη, ενώ δημοφιλέστερος πολιτικός είναι ο νυν πρωθυπουργός και ακολουθούν στη σειρά, οι κ.κ Κουτσούμπας, Ανδρουλάκης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο κ. Κασσελάκης. Όταν το γκάλοπ εστιάζει στα του ΣΥΡΙΖΑ, μόλις το 6,1% των ερωτηθέντων θεωρεί το νέο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, το 31,3% τον χαρακτηρίζει «δεξιό» και κεντροδεξιό», το 33% τον κατατάσσει στην κεντροαριστερά και ένα 20,2% πιστεύει ότι είναι κάτι διαφορετικό και συγκεκριμένα «τίποτα από τα παραπάνω». Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά …γενναιόδωροι προς τον κ. Κασσελάκη, αφού το 76,2% αυτών δηλώνει ότι η στάση των κ.κ. Φίλη, Σκουρλέτη, Βίτσα και Τζουμάκα δεν συμβάλει στην ενότητα του κόμματος.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που έκανε μια όχι και τόσο πετυχημένη νέα πρεμιέρα κατά τους πρώτους μήνες της δεύτερης θητείας της, καταφέρνει, όπως και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να διατηρεί την ηγεμονία στο πολιτικό σκηνικό και τα μεγάλα πολιτικά αποθέματα για την αντιμετώπιση της όποιας δυσφορίας του κόσμου από τη «διαρκή» ακρίβεια και τα καθημερινά προβλήματα. Η κυβέρνηση συνεχίζει να έχει την «τύχη» με το μέρος της- δηλαδή να μπορεί να πιστεύει ότι έχει «εφόδια» να ξεπεράσει τις επιπτώσεις από τις ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις, να βρει αντίβαρα στην «κάρτα» της δυσαρέσκειας των πολιτών από πολιτικές που ακολουθεί. Ποντάρει στο να βρει γρήγορα καλύτερους ρυθμούς, στην επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και βέβαια στην μεταρρυθμιστική ατζέντα, που είχε στη «βιτρίνα» της προεκλογικής της εκστρατείας.

Το ΠΑΣΟΚ μετά τις εθνικές εκλογές, όπου σημείωσε άνοδο κατά (περίπου) 40% των ποσοστών του, κέρδισε τις εντυπώσεις στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών- αφού κατάφερε μέσω του Χάρη Δούκα να κάνει την «ανατροπή» στην Αθήνα και να υποστηρίξει ότι είναι πάνω από 100 οι Δήμοι στη χώρα που αποκτούν ηγεσία με ρίζες στο κόμμα. Στο δε γκάλοπ της GPO ανεβαίνει, πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ και τους χωρίζει μόνο μία μονάδα. Η Χαριλάου Τρικούπη συνεχίζει αργά αλλά σταθερά τα ανοδικά βήματα, κάνοντας λιγότερη φασαρία και προβάλλοντας ένα διαφορετικό προφίλ από την Κουμουνδούρου στη μάχη της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης. Το «στοίχημα» του Νίκου Ανδρουλάκη είναι αυτονόητο, ασχέτως των διεργασιών και των εξελίξεων στο κόμμα της Κουμουνδούρου. Θέλει να κατακτήσει στις ευρωεκλογές τη δεύτερη θέση, μόνο που όπως και στελέχη του ΠΑΣΟΚ επισημαίνουν «νίκη» δεν θα είναι η διαφορά στο … όριο του στατιστικού λάθους, αλλά η διακριτή αλλαγή προς όφελός του στον πολιτικό χάρτη. Ποια είναι τα «όπλα» που διαθέτει και μπορεί να αξιοποιήσει το ΠΑΣΟΚ για να παίξει ουσιαστικά το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να δώσει με άλλους όρους τη μάχη στο τέλος της τετραετίας; Η ενότητα φαίνεται ότι στην παρούσα φάση δεν είναι μια υπόθεση που λογικά θα έπρεπε να απασχολεί την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ- όλα τα στελέχη και οι βουλευτές πορεύονται χωρίς σοβαρές διαφοροποιήσεις από τη «γραμμή». Η ανανέωση είναι ο δρόμος που επιχειρεί να κατακτήσει με σταθερές κινήσεις και θα κριθεί εκ νέου και αυστηρά από τις επιλογές προσώπων, των υποψηφίων ευρωβουλευτών στις κάλπες του προσεχούς Ιούνη. Οι προγραμματικές προτάσεις ήταν σαφείς και εξειδικευμένες από την προεκλογική περίοδο. Απαιτείται ωστόσο προσήλωση στη στρατηγική χάραξη και σύγχρονη αντεπίθεση σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει και αναμένει κάθε φορά, πολλά περισσότερα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ εν ολίγοις καλείται να αποδείξει άμεσα ότι μπορεί να σηκώσει στους ώμους του, το ρόλο που οδηγεί στα «ρετιρέ» της πολιτικής αναμέτρησης. Να απεγκλωβιστεί από τις «χαμηλές πτήσεις» και να αποκτήσει σταδιακά και σταθερά το χαμένο έδαφος στο χώρο της κεντροαριστεράς. Υπό αυτήν την έννοια, οι προσεχείς ευρωεκλογές θα κρίνουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την πορεία του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ «πρωταγωνιστεί» το μετεκλογικό διάστημα για λόγους που αναμφίβολα θα ήθελε να αποφύγει. Η στρατηγική ήττα του 2019 οδήγησε στην εκλογική κατάρρευση των πρόσφατων διπλών εκλογών, στην επιβεβαίωση της ελάχιστης πρόσβασης στα αυτοδιοικητικά πεδία και σε έναν «εμφύλιο», όπου η νέα ηγεσία και τα στελέχη του τροφοδοτούν σε καθημερινή βάση. Η εσωκομματική σύγκρουση αποδεικνύεται δρόμος χωρίς επιστροφή. Οι άλλοτε «σύντροφοι» αντιπαρατίθενται σε συνθήκες διάλυσης, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον ή την άλλη, «κύριε» και «κυρία» και όλοι μαζί εμφανίζουν μια εικόνα βίαιης αποσύνθεσης, εξαιρετικά αδύναμης να ανασυνταχθεί και να βάλει φρένο στη δημοσκοπική κατηφόρα.

Όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ, ο καθένας από το «πόστο» της τάσης του, προετοιμάζεται στην πραγματικότητα για το σενάριο της διάσπασης, ασχέτως αν οι προεδρικοί τις τελευταίες ώρες κατεβάζουν ταχύτητα και ο κ. Τσακαλώτος συνιστά ψυχραιμία. Η βασική αντίπαλος στη μονομαχία με το νυν πρόεδρο, η κυρία Αχτσιόγλου άφησε πολύτιμο χρόνο να περάσει πριν αντιδράσει, ενώ ο «εμφύλιος» εξελισσόταν σε όλα τα μέτωπα, οι προς διαγραφή ξεπέρασαν κάθε όριο στις επιθέσεις εναντίον του κυρίου «με λένε Στέφανο», επιχειρώντας μάλιστα να αντιπαρατεθούν του στυλ «εμάς μας λένε ΣΥΡΙΖΑ»! Το αν υπάρχει χώρος για την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πάντως ότι δεν είναι σε αυτή τη φάση η βασική αγωνία των ψηφοφόρων τους- όσων καταγράφονται πλέον στα γκάλοπ και δηλώνουν αμήχανα έτοιμοι να δώσουν χρόνο στη νέα ηγεσία.

Μπορεί κάποιος να προβλέψει την «επόμενη μέρα» λοιπόν στην Κουμουνδούρου; Το σίγουρο είναι ότι ο κ. Κασσελάκης που ήρθε από το … πουθενά και συνεχίζει να προκαλεί αρνητικά «συναισθήματα» σε πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, επιζητεί τη «ρήξη» με ό,τι εκτιμά ότι μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο στοιχείο για τη δική του πορεία. Είναι δε σχεδόν βέβαιο ότι στελέχη που ετοιμαζόντουσαν για την έξοδο -δεν ήταν προφανώς τυχαία η περιγραφή του ονόματος του νέου κόμματος στα σκαριά- προτιμούν σε αυτή τη φάση να μείνουν εντός για μια τελευταία προσπάθεια «ανακατάληψης» του πεδίου δράσης με την παρουσία τους στην Κεντρική Επιτροπή και στο Συνέδριο. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει …χιλιόμετρα από τη δυνατότητα να ασκήσει ετούτη την ώρα αποτελεσματικά το θεσμικό του ρόλο, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με σαφές ιδεολογικό πολιτικό στίγμα και σχέδιο. Τώρα, μετά την εκλογή νέας ηγεσίας, παραπέμπουν για την αποσαφήνιση των θέσεων, στο Συνέδριο, όπου είναι άγνωστο πως και ποιοι θα φτάσουν…

Exit mobile version