Πολλοί από εκείνους που παρακολουθούν τα δρώμενα της ελληνικής δημόσιας ζωής, και ειδικά την «υπόθεση των υποκλοπών», αναρωτήθηκαν πώς και γιατί υπήρξε ευρωπαϊκή παρέμβαση, και μάλιστα επίσημου χαρακτήρα. Η επίσκεψη μελών Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την ονομασία «PEGA» στη χώρα μας, από τις 2 έως 4 Νοεμβρίου, οι εργασίες και το πόρισμα που έβγαλε, πόθεν προκύπτουν, ποια νομική και πολιτική βάση έχουν και πόσο σοβαρά πρέπει να τα λάβουμε υπόψη;
Η ad hoc, δηλαδή περιορισμένης διάρκειας και για τη διερεύνηση συγκεκριμένης υπόθεσης, Επιτροπή «PEGA» -από το PEGASUS, που δεν είναι μόνο το μυθολογικό ζώο αλλά και κακόβουλο ισραηλινής κατασκευής λογισμικό παρακολούθησης – συστάθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, βάσει της σχετικής ευχέρειας που του παρέχει ο Κανονισμός του, στις 10 Μαρτίου 2022 και με διάρκεια ζωής ενός χρόνου. Αντικείμενο της Επιτροπής, που αποτελείται από 38 τακτικά μέλη και 38 αναπληρωματικά, με εκπροσώπηση όλων των ομάδων του Κοινοβουλίου, είναι η διερεύνηση «ενδεχόμενων παραβιάσεων και δυσλειτουργιών του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με τη χρήση του λογισμικού «PEGASUS» και ανάλογου κακόβουλου λογισμικού». Από την Επιτροπή ζητήθηκε «να συγκεντρώσει πληροφορίες για την έκταση χρήσης από τα κράτη-μέλη, ή από τρίτες χώρες, λογισμικού «διείσδυσης» (intrusive surveillance), σε συνάρτηση με την παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που πηγάζουν (το λογοπαίγνιο βγαίνει μόνο στα ελληνικά) από τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η απάντηση, συνεπώς, στην πρώτη σειρά αποριών έρχεται πηγαία (όσο μπορούμε, θα συνεχίζουμε το λογοπαίγνιο): η Επιτροπή είναι νόμιμη, επίσημη, εντός των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου, δεν έρχεται σε σύγκρουση ούτε υποκαθιστά τις εθνικές εξουσίες διερεύνησης, δεν βγάζει απόφαση αλλά μόνο πόρισμα, στόχο έχει το σεβασμό των ευρωπαϊκών αρχών του κράτους δικαίου.
Η Επιτροπή στηρίχτηκε σε μια εις βάθος ανάλυση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που συνέδεσε το λογισμικό PEGASUS με τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, τη λίστα 50.000 τηλεφωνικών αριθμών που σύμφωνα με δημοσιογραφική έρευνα («Forbidden Stories»), υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας, είχαν παγιδευτεί εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ενδείξεις παρακολουθήσεων, κυρίως πολιτικών και δημοσιογράφων, σε πολλές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα (και προ της «υπόθεσης Ανδρουλάκη»). Η ίδια η Επιτροπή αποφάσισε να διερευνήσει πιο ενδελεχώς με επιτόπιες επισκέψεις για συλλογή υλικού, σε πρώτη φάση στο Ισραήλ (18-20 Ιουλίου), στην Πολωνία (19-21 Σεπτεμβρίου) και στην Ουγγαρία (22-24 Σεπτεμβρίου) και, σε δεύτερη φάση, στην Κύπρο (1-2 Νοεμβρίου) και την Ελλάδα (2-4 Νοεμβρίου). Έπεται η Ισπανία, στην οποία παρακολουθούνταν το κινητό του Πρωθυπουργού Σάντσεθ. Σε όλες αυτές χώρες θεωρήθηκε ότι οι καταγγελίες-ενδείξεις για προβληματική χρήση του λογισμικού, με ενδεχόμενη ανάμιξη ή αμέλεια των κρατικών αρχών, ήταν αρκετά σοβαρές.
Το πόρισμα για την Ελλάδα και την Κύπρο, που υπογράφουν όλα τα μέλη του κλιμακίου που πραγματοποίησε την «αυτοψία» (με συμμετοχή των Ελλήνων ευρωβουλευτών Βόζεμπεργκ και Κούλογλου), αλλά από το οποίο σε κάποιο βαθμό διαφοροποιήθηκε, προς το αυστηρότερο, η εισηγήτρια Ολλανδή Φιλελεύθερη ευρωβουλευτής (από τη δική μου εποχή) Sophie in t’ Veld, λέει τα εξής: ότι στις δυο χώρες οι δημόσιες αρχές συνεργάστηκαν, ότι δεν βρέθηκαν «καθαρές ενδείξεις διαφθοράς» ή «αυταρχικών πρακτικών του τύπου της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας», ότι υπήρξαν εκ μέρους κυβερνητικών παραγόντων «προτάσεις για μεταρρυθμίσεις», αλλά και ότι στα μέλη της Επιτροπής «μάλλον έμειναν περισσότερες απορίες από όσες λύθηκαν» (μετάφραση: δεν πειστήκαμε ότι όλα βαίνουν καλώς). Η εισηγήτρια πήγε πιο πέρα, κάνοντας λόγο για «ανησυχητικές εκθέσεις από δημοσιογράφους», «πιέσεις στην ανεξάρτητη Αρχή προστασίας του απορρήτου», «χρήση της εθνικής ασφάλειας ως πρόφασης για τη χρήση και κατάχρηση κακόβουλου λογισμικού».
Πόσο σοβαρά είναι όλα αυτά; Αρκούντως σοβαρά, θα έλεγα, για να τα λάβουμε υπόψη μας και να τα περάσουμε από την κρησάρα της κρίσης μας και της γνώσης μας για την ελληνική πραγματικότητα. Λιγότερο πειστικά όταν στηρίζονται σε ρεπορτάζ, και «ρεπορτάζ», προαναγγέλλουν (όπως έκανε Βελγίδα ευρωβουλευτής μέλος της Επιτροπής) αποκαλύψεις, ή «αποκαλύψεις», περί ύπαρξης λίστας παρακολουθούμενων (η αξιοπιστία της οποίας μένει να αποδειχτεί), ή όταν αφήνουν υπόνοιες (όπως άφησε η Εισηγήτρια) για το αν θα είναι δημοκρατικές οι επόμενες εκλογές στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, και η Επιτροπή και η λογική (έστω: ενός συνταγματολόγου) μάς λένε ότι τα δικαιώματα δεν είναι και δεν επιτρέπεται να γίνουν παιχνίδι εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό το άλογο μπορεί να είναι φτερωτό, αλλά δεν μπορεί να βαφτεί, από κανέναν, πράσινο.