Αντιμέτωπος με την πιο κρίσιμη συγκυρία της 6ετούς θητείας του, βρίσκεται πλέον ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Λάθη, παραλείψεις, αβελτηρίες και ένας ανόητος εφησυχασμός με δείγματα αλαζονείας από το αποτέλεσμα των εκλογών, είναι το αποτέλεσμα της σημερινής κρίσης που ταλανίζει επικίνδυνα την κυβέρνηση. Πλέον οι δυνατότητες για την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού σχεδίου και του κυβερνητικού προγράμματος, περιορίζονται σημαντικά και απομένει η διαχείριση μιας μίζερης πραγματικότητας. Και δεν μας παρηγορεί καθόλου ο «μύθος» πως στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα όταν γνωρίζουμε πολύ καλά από βιωμένες εμπειρίες πως στις κρίσεις, οι προσφερόμενες διέξοδοι δεν είναι πάντα και οι καλύτερες…
Περιορισμένες επίσης είναι και οι κινήσεις που θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση για να αλλάξει ατζέντα, όταν η κοινωνία έχει πλέον μια εμπεδωμένη άποψη (σωστή ή λάθος δεν έχει σημασία) ότι η κυβέρνηση στο τραγικό δυστύχημα κάτι ήθελε να κρύψει.
Οι χρόνιες παθογένειες του κράτους και των κρατικών λειτουργών δεν θεωρείται καν σοβαρό επιχείρημα όταν την ευθύνη του κράτους και των λειτουργιών του, την έχει στα χέρια της η κυβέρνηση εδώ και σχεδόν 6 χρόνια. Η αποκάλυψη αυτών των παθογενειών εκ των υστέρων, δεν έχει καμιά αξία αφού η δις λαϊκή εντολή ήταν να τα αλλάξει όλα και να μετατρέψει τη χώρα σε σύγχρονη Ευρωπαϊκή. Και, δυστυχώς, όσα θετικά κι αν έχουν γίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια, επισκιάζονται από το ομολογημένο γεγονός πως δύο χρόνια μετά τα Τέμπη δεν έχουμε ακόμα ασφαλή τρένα γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί αυτή η ρημάδα η τηλεδιοίκηση που έπρεπε να είχε τελειώσει από το 2016. Το τι, π;vς και γιατί δεν έγινε, είναι μια ατελέσφορη συζήτηση γιατί το τραγικό συμβάν έγινε επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης και όλα τα άλλα παρέλκουν.
Στο δια ταύτα τώρα, η ωμή πραγματικότητα δείχνει την κυβέρνηση στριμωγμένη στα σχοινιά, με τους υπουργούς και τα στελέχη να έχουν κατεβάσει μολύβια, περιμένοντας άραγε τι, για να κάνουν τη δουλειά που τους ανατέθηκε; Είναι μήπως μόνο τα Τέμπη το πρόβλημα στο ελληνικό κράτος; Όλα τα άλλα λειτουργούν τέλεια; Δεν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, τομές, οραματικές πρωτοβουλίες και αποφάσεις που θα αλλάξουν και θα βελτιώσουν τη ζωή των υπόλοιπων δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων;
Είναι ικανοποιητική και ασφαλής η λειτουργία όλων των άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς; Είναι ασφαλείς οι ελληνικοί δρόμοι και οι γειτονιές; Είναι σε ανεκτό επίπεδο το κυκλοφοριακό στις μεγαλουπόλεις; Είναι ικανοποιητικοί οι μισθοί των εργαζομένων; Είναι υποδειγματική η λειτουργία της αγοράς και λογικές οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλούνται να πληρώνουν οι πολίτες; Είναι ελεγχόμενη η εγκληματικότητα στη χώρα και νοιώθουν ασφαλείς οι Έλληνες στους δρόμους και στα σπίτια τους; Έχει καταπολεμηθεί η διαφθορά στο Δημόσιο ή μήπως είναι υποδείγματα τιμιότητας όλοι οι κρατικοί λειτουργοί;
Είναι σωστή και υπεράνω πάσης υποψίας η διαχείριση και η διοχέτευση των δεκάδων δισ. ευρώ που έρχονται από την ΕΕ αλλά και οι εθνικοί πόροι που συγκεντρώνονται από τους φορολογούμενους;
Τα ερωτήματα αυτά που φυσικά δεν είναι ρητορικά αλλά εμπεριέχουν αυτονόητες απαντήσεις από τους πολίτες, καλείται η κυβέρνηση στο υπόλοιπο της θητείας της να παράγει έργο απτό και μετρήσιμο ώστε να μπορεί να συμψηφιστεί με τις αστοχίες και τα λάθη της. Και θεωρώ αυτοκτονική ακόμα και τη σκέψη να οδηγηθούμε τώρα υπό την πίεση των γεγονότων, σε πρόωρες εκλογές. Δεν είναι η ώρα για τέτοιες εκλογικές αναμετρήσεις αλλά ώρα για αναμετρήσεις με τα προβλήματα που δεν είναι και λίγα, της ευρύτερης κοινωνίας. Μπορεί το 60% και πλέον της κοινωνίας να είναι απέναντι από την κυβέρνηση, αλλά αυτό το ποσοστό, ήταν απέναντι πάντα. Έτσι λειτουργούν οι Δημοκρατίες.
Το θέμα είναι να μην εγκαταλειφθεί και το υπόλοιπο 40% έρμαιο στο ισχυρό μηδενιστικό και εν πολλοίς καθοδηγούμενο από πολλά κέντρα, ρεύμα. Ένα ποσοστό-ρεύμα στο οποίο ακόμα και ο Τσίπρας αντιστάθηκε, το αγνόησε, έκανε την κωλοτούμπα του και γλιτώσαμε από την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα μύρια δεινά που θα προστίθεντο στις ζωές μας!