Η στέγαση αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα για τους πολίτες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον, είτε πρόκειται για φοιτητές είτε για νέους ανθρώπους που μάλιστα θέλουν να ξεκινήσουν οικογένειες, να αρχίσουν τη ζωή τους. Μέσα σε λίγα χρόνια, από το 2018 της κρίσης έως το 2020 και μετά, λόγω της ανάπτυξης, τα ακίνητα ακολούθησαν το φαινόμενο του ελατηρίου και οι τιμές αγοράς τους εκτοξεύτηκαν, μαζί φυσικά με τα ενοίκια.
Φούσκα και υπερβολή ή όχι θα φανεί, το θέμα είναι ότι σήμερα ένα διαμερισματάκι για ενοίκιο στην Αθήνα κοστίζει μηνιαίως από 500 έως 800 ευρώ (και σε κακό χάλι) και οι ιδιοκτήτες ζητάνε προκαταβολές, μαύρα, φορολογικές δηλώσεις για να δουν αν έχεις να πληρώσεις κ.λπ. Αν πάμε, δε, σε σπίτια της τάξης των 100-120 τ.μ. για να χωράει μια οικογένεια, τότε μιλάμε για ένα μηνιάτικο και βάλε.
Οι λόγοι είναι αρκετοί, με βασικό και κυρίαρχο πάντοτε την «αλλαγή πίστας» της χώρας μετά τα μνημόνια, όπου και σε συνδυασμό με την πληθωριστική έκρηξη τα ακίνητα εκτινάχθηκαν σε τιμές και φυσικά μαζί με αυτές και τα ενοίκια.
Tαυτοχρόνως η τουριστική ανάπτυξη εκτίναξε και τον θεσμό του Airbnb σε όλη τη χώρα: στην Αττική δηλώνονται προς βραχυχρόνια μίσθωση 120.000 κλίνες, στην Κεντρική Μακεδονία 105.000 κλίνες, αλλά και στην Κρήτη 156.000, στις Κυκλάδες 156.000 κ.ο.κ. Συνολικά δηλώθηκαν για Airbnb περί το 1 εκατομμύριο κλίνες το 2024.
Το πρόβλημα λοιπόν της στέγασης είναι εδώ, είναι ζέον και φυσικά οι τρόποι αντιμετώπισής του δεν είναι διόλου εύκολοι, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες χώρες. Η κυβέρνηση, σύμφωνα με το σημερινό ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος», σκέφτεται από το φθινόπωρο να χρησιμοποιήσει μια σειρά από «όπλα» στη μάχη για την επιχείρηση έστω και μερικής επίλυσης του Στεγαστικού. Οι τράπεζες έχουν και κάθονται ανεκμετάλλευτα ή σχεδόν ανεκμετάλλευτα 10.000 ακίνητα (αν τα ενοικιάζουν αντί συνήθως ευτελών ποσών) που προέρχονται από μπλεγμένες νομικά καταστάσεις. Αλλα 100.000 ακίνητα έχουν οι servicers, οι οποίοι, όμως, τα βγάζουν στην αγορά με τρομακτικά αργούς ρυθμούς, όσα φυσικά δεν προστατεύονται από νόμους και διατάξεις υπέρ των ιδιοκτητών που χρωστάνε από κόκκινα δάνεια.
Σε αυτές τις δύο κατηγορίες η κυβέρνηση μπορεί να πιέσει με παραινέσεις, αλλά στ’ αλήθεια δεν είναι στη δικαιοδοσία της να παρέμβει και να ωθήσει την πώλησή τους. Αλλωστε δεν θέλει και να ανακατευτεί στην εκποίηση περιουσιακών στοιχείων πολιτών στην κατηγορία των servicers.
Μπορεί, όμως, να συμβάλει αποφασιστικά και με τα προγράμματα στέγασης όλων αυτών, που έχει ξεκινήσει («Σπίτι μου», Κοινωνική Αντιπαροχή κ.λπ.) να ενισχύσει τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και φυσικά να παρέμβει αποφασιστικά αλλά δίκαια στη φορολόγηση των μισθώσεων. Είναι απολύτως λογικό να δοθεί ένα ισχυρό κίνητρο στις μακροχρόνιες μισθώσεις, ήτοι μια γενναία μείωση φόρου για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που τα νοικιάζουν μακροχρόνια, και επιτέλους να οριστεί τι είναι η ενοικίαση σπιτιών μέσω Airbnb, μπίζνες ή συμπλήρωμα εισοδήματος;
Αν είναι δουλειά, δηλαδή μπίζνες, πρέπει να φορολογείται όπως όλες οι αντίστοιχου μεγέθους επιχειρήσεις, αλλά αν νοικιάζει κάποιος μόνο το σπίτι ή το εξοχικό του (άντε έως δύο ακίνητα) θα μπορούσε να επιβάλλεται ένας χαμηλός φόρος της τάξης του 10%-15%. Είναι λογικό να υπάρχει μια διακριτή φορολογική διαφορά υπέρ του ιδιοκτήτη που ενοικιάζει μακροχρόνια το σπίτι του.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση του μέγιστου προβλήματος του Στεγαστικού για την κοινωνία, και ειδικά για τις ασθενέστερες εισοδηματικά ομάδες πληθυσμού, είναι ένα από αυτά τα πολύ σοβαρά ζητήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μαζί με τα νοσοκομεία, τις συγκοινωνίες, τα σχολεία και αρκετά άλλα από αυτά που θα κρίνουν την επιτυχία της δεύτερης τετραετίας.