Η διαπίστωση προέρχεται από έμπειρο πολιτικό που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, χωρίς να έχει ακόμη καταλήξει αν το δεύτερο αντιπολιτευτικό κόμμα εδραιωθεί στην πρώτη θέση ή αν το πρώτο κόμμα θα κατρακυλήσει οριστικά στη δεύτερη θέση, χάνοντας κάθε δυνατότητα να ξαναπάρει το πάνω χέρι, καταρχάς στις δημοσκοπικές έρευνες. Την ώρα που το ΠΑΣΟΚ ψάχνει την «κατάλληλη» ηγεσία για να πρωταγωνιστήσει ξανά στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ, πολύ απλά, παράγει περισσότερες «τοξικές» ειδήσεις από αυτές που μπορεί να καταναλώσει. Αλλά αυτά, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, συμβαίνουν και στις οικογένειες της δεξιάς πολυκατοικίας, από την στιγμή που το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αφήνει ορθάνοιχτες τις προβλέψεις για την κινητικότητα που αφορούν πρωτίστως στη Νέα Δημοκρατία και τους δεξιότερους ή ακροδεξιούς σχηματισμούς.
Στις ευρωεκλογές, είτε ψηφίζουν «χαλαρότερα» οι πολίτες, είτε θέλουν να στείλουν μήνυμα, το σίγουρο είναι ότι τόσο το κυβερνών κόμμα, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ κατάλαβαν ότι «δεν αρέσουν» όσο θα ήθελαν. Προσγειώθηκαν απότομα στη συνθήκη του σκληρού μηνύματος και στη συνέχεια επιχείρησαν την επανεκκίνηση με τους δικούς τους όρους. «Ποιος θα με δει και θα με κρίνει μέσα στο καλοκαίρι, σε θερμοκρασίες καύσωνα, έχουμε χρόνο και ευκαιρίες για την αντεπίθεση του φθινοπώρου», είναι η φράση που «κουμπώνει» άνετα είτε στη ΝΔ, είτε στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, αν μοντάρει ο πιο ανίδεος την εικόνα τους το προηγούμενο διάστημα.
Η κυβερνητική παράταξη προσπάθησε να πείσει (ανεπιτυχώς, σύμφωνα με τα τωρινά γκάλοπ) ότι κατανόησε το μήνυμα των ευρωεκλογών κι ότι θα πράξει τα δέοντα- ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε την … πυρίτιδα -μετά τις ευρωεκλογές πάντα- και έδειξε την έξοδο στον αρχηγό του, ενώ το ΠΑΣΟΚ χάνοντας τον διακηρυγμένο στόχο για τη δεύτερη θέση συμφώνησε ότι η προσφυγή στις κάλπες (ούτε ο Ανδρουλάκης τελικά έφερε αντίρρηση) συναντάται με την τελευταία του ευκαιρία. Από τις αρχές του Σεπτεμβρίου όμως, ποιος ακούει ποιον; Τα προβλήματα των πολιτών διογκώνονται. Η κυβέρνηση συνεχίζει αλαζονικά να διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει αντιπολίτευση κι ότι μόνο «άναρθρες κραυγές» ακούει. Η αντιπολίτευση εξακολουθεί να μην «υπάρχει» -ακόμη- για τους αντιπάλους της, ζώντας πάντως τους κραδασμούς από την προσπάθεια επιβίωσης με καλύτερους όρους.
Εν τω μεταξύ η ακρίβεια ροκανίζει, όπως όλους τους τελευταίους μήνες, την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Μέτρα- ασπίδα στη ακρίβεια δεν έχουν εν πολλοίς εφαρμοστεί και είναι άγνωστο (καταρχάς δεν εισακούονται) αυτά περί θέσπισης Ενιαίας Αρχής Καταναλωτών, ελέγχου στα υψηλά ποσοστά κέρδους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, έκτακτης μείωσης του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, έκτακτης φορολόγησης των υπερκερδών μεγάλων επιχειρήσεων και άλλων. Στο πεδίο της Δημόσιας Υγείας -όπου οι πολίτες όταν κάποιος από την οικογένειά τους αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα πρέπει να «διακτινίζονται» για να προλάβουν τις καθημερινές τους υποχρεώσεις- το αποτέλεσμα των παρεμβάσεων έχει σχέση περισσότερο με τους αναιμικούς δείκτες στις ιατρικές μετρήσεις, παρά με τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί.
Σε αυτό το σκηνικό, οι μύθοι καταρρέουν χωρίς συζήτηση, οι προσδοκίες συρρικνώνονται και οι πολίτες νιώθοντας ανήμποροι πελαγοδρομούν στα διάφορα σενάρια της καθημερινής επιβίωσης. Είναι προφανές ότι, όσο η κυβερνητική παράταξη νιώθει ότι ακόμη κι αν έχασε 13 ποσοστιαίες μονάδες σε ένα χρόνο (από το 41% στο 28%), δεν έχει πολιτικό αντίπαλο (αφού τα δύο πρώτα κόμματα της αντιπολίτευσης καταγράφουν ισχνά διψήφια ποσοστά), η πολιτική ασσυμετρία θα συνεχίσει να παράγει προβλήματα παρά λύσεις.
Στον ΣΥΡΙΖΑ ρίχνουν όλα τα «αναθέματα» στον Κασσελάκη, ο οποίος βέβαια το «τερμάτισε», αλλά δεν αποδέχονται ότι η σημερινή εικόνα τους είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής ήττας (επί Τσίπρα) από το 2019. Ούτε δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται ότι όσα συμβαίνουν εκεί, επί μήνες, κρύβουν βαθιά ρήγματα, παθογένειες και αδιέξοδα που είναι δύσκολο πια να αντιμετωπιστούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει κάθε μέρα που περνά τα όριά του και οι «πρωταγωνιστές» των τελευταίων επεισοδίων τα δικά τους.
Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη δεν έχει, πράγματι, άπειρες ευκαιρίες μπροστά του. Έχει μία και ίσως να είναι η τελευταία, αν δεν καταφέρει να μετατρέψει την κορυφαία διαδικασία για την εκλογή ηγεσίας σε αφετηρία θετικών και εμπροσθοβαρών εξελίξεων. Αν δεν καταφέρει να εμπνεύσει κόσμο από τον «καναπέ» του και να κερδίσει βήμα-βήμα, αλλά και γρήγορα και με αποφασιστικές κινήσεις, το χαμένο έδαφος ως δύναμη της κεντροαριστεράς. Είναι γεγονός ότι προχωρά προς τις κάλπες χωρίς να «ξεκατινιάζεται»- και αυτό «γράφεται» στα υπέρ του. Αν το ΠΑΣΟΚ συνεχίσει έτσι, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα προεκλογικά, μπορεί να πείσει τους πολίτες, στους οποίους απευθύνεται, ότι έχει αποφασίσει να αλλάξει «πίστα» στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Αλλιώς, θα περάσει απλώς, καλά Χριστούγεννα στις δημοσκοπήσεις!