Πρώτος γύρος, τέλος. Debate, τέλος. Δεύτερος γύρος μπροστά και προγνωστικά που ήδη προσπερνούν την τελική μάχη της προσεχούς Κυριακής και αφορούν στην «επόμενη μέρα» του ΠΑΣΟΚ.
Υπήρχαν δημοσκόποι πριν από τον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών που εκτιμούσαν ότι η συμμετοχή στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ θα ξεπερνούσε τις 350.000 πολίτες. Αν συμβεί αυτό – έλεγαν τότε οι ειδικοί- θα σημαίνει ότι άνθρωποι που είχαν επιλέξει τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχομένως και άλλα κόμματα στις εκλογές από το 2019 και μετά, έχουν πλέον στραμμένο το βλέμμα στο ΠΑΣΟΚ. Βέβαια και το 2021 είχαν προσέλθει 270 χιλιάδες ψηφοφόρων, γεγονός που έδωσε αέρα στα πανιά του ΠΑΣΟΚ, αλλά ο αέρας έπεσε μέσα στους επόμενους μήνες και η δυναμική περιορίστηκε- και το ΠΑΣΟΚ, αν και σημείωσε εκλογική άνοδο, δεν κατάφερε να κατακτήσει τη δεύτερη θέση στο σκηνικό.
Σε αυτήν την εκλογική εσωκομματική αναμέτρηση κέρδισαν οι πιο συγκρατημένες προβλέψεις: εμφανίστηκαν 303 όχι 350 χιλιάδες πολιτών στις «πράσινες» κάλπες. Φυσικά και ήταν επιτυχία, αν κοιτάξει ειδικά κανείς τη «μεγάλη εικόνα», αλλά δεν συνέβη αυτό που ανέμεναν όσοι ήθελαν μαζικότατη συμμετοχή, προσδοκώντας μια δυναμική επανεκκίνηση του κόμματός τους, τη στιγμή που διαλύεται ο ΣΥΡΙΖΑ και καταγράφει σημαντικές απώλειες (εκλογικές και δημοσκοπικές) η Νέα Δημοκρατία.
Για το ΠΑΣΟΚ, ένα νέο ρεκόρ προσέλευσης ψηφοφόρων – ανεξαρτήτως του από πού προέρχονταν πολιτικά – θα ήταν το διαβατήριο για την πτήση από το κόμμα που έχει υπαρξιακά προβλήματα στο κόμμα που θα έχει βλέψεις εξουσίας. Το αποτέλεσμα (του πρώτου γύρου) έδειξε πράγματι αύξηση του ενδιαφέροντος για τα δρώμενα στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ο αγώνας δεν έχει ακόμη τελειώσει, αφού την Κυριακή «παίζεται» το δεύτερο και καταλυτικό «ημίχρονο». Πόσοι θα προσέλθουν ξανά στις κάλπες; Και ποιος από τους δύο μονομάχους έχει περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσει ψηφοφόρους από τις άλλες «δεξαμενές»- αυτές για παράδειγμα που συγκέντρωσαν το 40%, δηλαδή του Παύλου Γερουλάνου και της Άννας Διαμαντοπούλου. Μήπως από το 40% αρκετοί έχουν ήδη κουνήσει το μαντήλι, απογοητευμένοι και γιατί νιώθουν ότι δεν πρόκειται να τους εκφράσει όντας στην ηγεσία, είτε ο Ανδρουλάκης, είτε ο Δούκας; Πρόκειται για αυτονόητα ερωτήματα που ταλανίζουν στις ρεαλιστικές αποδράσεις τους και τους υποστηρικτές των δύο υποψήφιων αρχηγών.
Μια πρώτη «ανάγνωση» του αποτελέσματος του πρώτου γύρου από έμπειρα στελέχη που πάντως συμβουλεύονται πριν να κάνουν εκτιμήσεις τη γνώμη ειδικών αναλυτών και δημοσκόπων είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων, των μελών και φίλων που ψήφισαν στις 6 Οκτωβρίου προερχόταν από την παραδοσιακή δεξαμενή. Ήταν άνθρωποι δηλαδή (περίπου το 80%) που είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και στις διπλές εκλογές του 2023 και στις ευρωεκλογές. Ένα σαφώς μικρότερο (πολύ μικρότερο ποσοστό) προήλθε, είτε από τον «καναπέ», είτε από πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που είχαν στραφεί σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και επέλεξαν τώρα να ξανακοιτάξουν προς Χαριλάου Τρικούπη και να κάνουν μία διερευνητική στάση στις εσωκομματικές κάλπες. Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς, όχι μόνο αν αυτοί οι ψηφοφόροι προσέλθουν και στον δεύτερο γύρο, αλλά αν «σταθμεύσουν» στη συνέχεια στο ΠΑΣΟΚ περιμένοντας να δουν κάτι να αλλάζει.
Γι’ αυτό και είναι καθοριστικής σημασίας το πώς θα διαχειριστεί τη νίκη του αυτός που θα επικρατήσει στις εσωκομματικές εκλογές. Είναι φανερό από το κάδρο των υποψηφίων (είτε των 6, είτε των δύο μονομάχων) ότι δεν υπάρχει κάποιος αυτονόητος ηγέτης στον χώρο. Ανάμεσα στους έξι του πρώτου γύρου, υπήρχαν συμπληρωματικοί υποψήφιοι και υπήρχαν σύμφωνα με κάποιους και υποψήφιοι εκτός κομματικής γραμμής. Δεν έχει άδικο -το αντίθετο- κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ όταν υπογραμμίζει ότι από το αποτέλεσμα της κάλπης του πρώτου γύρου καταγράφηκε μια νέα ανθρωπογεωγραφία, που οφείλει η νέα ηγεσία να εντάξει στο παιχνίδι της επόμενης μέρας- να μην την αφήσει στις κερκίδες να παρακολουθεί αμέτοχη τις εξελίξεις.
Το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ, μετά και από την ανάδειξη των δύο μονομάχων, είναι απλό, καθαρό και ταυτίζεται με την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον αυτός που θα επικρατήσει στις εσωκομματικές κάλπες θα αντιληφθεί το μήνυμα των καιρών και θα συμπεριλάβει στους σχεδιασμούς του, τους συνυποψηφίους του και άλλα στελέχη που μπορούν να μπουν στην πρώτη γραμμή και να δώσουν αποτελεσματικά τις νέες μάχες. Αν δεν το πράξει, τότε όλη η αντιπαράθεση εν μέσω καλοκαιριού θα έχει γίνει επί ματαίω.
Είναι δεδομένο ότι το ΠΑΣΟΚ ενδιαφέρει όλο και περισσότερους – αλλά είναι επίσης δεδομένο ότι αυτό συμβαίνει προς το παρόν. Αν η νέα ηγεσία αποφύγει να αποκτήσει δίπλα της νέα ικανή ηγετική ομάδα, αν δεν αναγνωρίσει δηλαδή ότι η αξιοποίηση όλων στο παζλ είναι η μόνη προοπτική ανάδειξης του ΠΑΣΟΚ σε ρόλο πρωταγωνιστή, τότε θα έρθει το επόμενο καλοκαίρι και θα κοιτάζουν το προηγούμενο -της έντασης, της κινητοποίησης και των αυξημένων προσδοκιών- με νοσταλγία. Ίσως και με απόγνωση…