Η πρώτη και πιο επίκαιρη έχει να κάνει με την υπόθεση Καϊλή, από την οποία ναι μεν προκύπτει μια πτώση στα ποσοστά του περί τη 1 μονάδα, γεγονός που ως απόλυτο μέγεθος δεν… φέρνει την καταστροφή στο ιστορικό κόμμα της Κεντροαριστεράς, αλλά δημιουργεί σίγουρα προβληματισμό, αφού η τάση του είναι πτωτική εδώ και μήνες – ανεξάρτητα από την υπόθεση Καϊλή που σαφώς και το έβλαψε. Το χειρότερο που φαίνεται από την έρευνα αυτή δεν είναι η πτώση του ΠΑΣΟΚ, αλλά ένας νέος «μεταμνημονιακός κλονισμός» της κοινής γνώμης από την υπόθεση της Καϊλή για το πολιτικό σύστημα, την Ευρωπαϊκή Ενωση και φυσικά η πεποίθηση της πλειοψηφίας ότι πάνω από όλα βλάπτεται η Ελλάδα.
Ξαναγυρνώντας όμως στο ΠΑΣΟΚ, το άλλοτε κραταιό κόμμα της Κεντροαριστεράς, με την εκλογή νέου αρχηγού «πέταξε» σε διπλασιασμό της δύναμής του, δημοσκοπικά τουλάχιστον, και κάποια στιγμή έφτασε ακόμα και στο 16%. Σήμερα παλεύει πάλι να μην πέσει κάτω από διψήφιο νούμερο, μοιάζει να έχασε τη δυναμική του κυρίως από την έλλειψη κινητικότητας και παρουσίας νέων ιδεών και προσώπων στον χώρο του, ίσως όμως και από ένα στρατηγικό λάθος της νέας ηγεσίας του.
Την έλλειψη συναίσθησης του ρυθμιστικού ρόλου που θα μπορούσε να λέει ότι παίζει -κάτι σαν… Γκένσερ (με δόση υπερβολής έστω)-, αλλά πάντως όχι αυτό που αρχικώς λανσάρισε ο κ. Ανδρουλάκης, ότι «ούτε τον Μητσοτάκη, ούτε τον Τσίπρα θέλουμε για πρωθυπουργό, έστω κι αν είναι πρώτος ο ένας από τους δύο, θα βρούμε ένα καλό πρόσωπο να βάλουμε στη θέση αυτή». Καλό πρόσωπο… καλά Χριστούγεννα και ευτυχές το νέο έτος που λέμε, η στρατηγική αυτή μπέρδεψε την κοινή γνώμη, η οποία πίστεψε ότι το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει κάποιον Παπαδήμο, ή Σχοινά, ή κανέναν καθηγητή για να διοικήσει την Ελλάδα ως… ακυβέρνητο καράβι, που λέει κι ένα λαϊκό άσμα της μόδας.
Υστερα από λίγο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αντελήφθη το επικοινωνιακό λάθος του επιχειρήματος και το εγκατέλειψε, αφού είδε -σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες- το 14%-16% να γίνεται 12%-13%. Για να έρθει η υπόθεση Καϊλή και αφού το ΠΑΣΟΚ ισχυρίστηκε ατυχώς διά του προέδρου του ότι «η Εύα ήταν Δούρειος Ιππος της Ν.Δ.», σχεδόν κολλητά υπήρξε και μια δήλωση από τον ίδιο για «μια κυβέρνηση προοδευτική, που θα στείλει τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση».
Τα κίνητρα και το σκεπτικό της εντυπωσιακής αυτής στροφής προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αν ισχύει -που μάλλον δεν ισχύει, ίσως γιατί δεν διατυπώθηκε ορθώς-, είναι όχι μόνο άγνωστα, αλλά παντελώς λάθος. Διαχρονικά όλες οι έρευνες κοινής γνώμης από όλες τις σοβαρές εταιρείες -εικάζω και από εκείνη που συμβουλεύεται ο κ. Ανδρουλάκης- εμφανίζουν ξεκάθαρα ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων που δηλώνουν σήμερα ΠΑΣΟΚ δεν θέλουν συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιθέτως, μάλιστα, είναι πιο κοντά στη Ν.Δ. Σταχυολογώ μερικές ερωταπαντήσεις από τη σημερινή έρευνα της Marc: το 60% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ αξιολογεί θετικά τον Μητσοτάκη και το 40% αρνητικά. Αντιθέτως, το 80% των ίδιων ερωτηθέντων αξιολογεί αρνητικά την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 18% θετικά. Στην ερώτηση τι κυβέρνηση προτιμούν, μάλιστα, το 37,4% δηλώνει συνεργασίας με Ν.Δ. και μόλις το 17,6% συνεργασίας με ΣΥΡΙΖΑ. Ολες οι ερωτήσεις σε όλες τις έρευνες περίπου τα ίδια λένε, όχι μόνο σήμερα, αλλά διαχρονικά.
Επομένως, είναι ακατανόητο γιατί κάθε τόσο επιχειρείται με διάφορες δηλώσεις ή έστω και με πολιτικούς υπαινιγμούς μια τέτοια πρόθεση, που φυσικά «κρύβει» μέσα της και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως τον Βαρουφάκη ή ακόμα και το ΚΚΕ, γιατί αλλιώς τα νούμερα δεν βγαίνουν, δηλαδή οι 150+1 βουλευτές. Αυτό όλο το μόνο που επιτυγχάνει απολύτως είναι να στέλνει σωρηδόν ψήφους στη Ν.Δ.