Κάτι δεν πάει καλά με την ελληνική οικονομία και το ξέρουμε όλοι. Τα παροιμιώδη… καμπανάκια χτυπάνε χρόνια τώρα, αλλά τα έχουμε συνηθίσει τόσο που πλέον δεν τα ακούμε.
Ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του για την Ελλάδα, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, επισημαίνει ορισμένα προβλήματα τα οποία επαναλαμβάνει σταθερά επί δεκαετίες. Ζητήματα που αφορούν τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και όχι συγκυριακές καταστάσεις.
Εάν η χώρα μας διέθετε ένα «έξυπνο» σύστημα διακυβέρνησης θα είχε λύσει αν όχι όλα, τουλάχιστον τα σημαντικότερα από αυτά τα προβλήματα, προκειμένου να βελτιώσει συνολικά τη θέση των πολιτών. Τα προβλήματα, όμως, αντί να επιλύονται, επιδεινώνονται.
Ενα από τα βασικά ζητήματα είναι το παραγωγικό έλλειμμα, που απεικονίζεται στο χρηματικό έλλειμμα με το εξωτερικό, το λεγόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έφτασε πλέον στο 9% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι τα χρήματα που βγαίνουν από τη χώρα είναι περισσότερα από εκείνα που μπαίνουν.
Η βασική αχίλλειος πτέρνα είναι το εμπορικό έλλειμμα, που σημαίνει ότι δίνουμε περισσότερα χρήματα για εισαγωγές απ’ όσα εισπράττουμε από εξαγωγές. Χωρίς εθνικό νόμισμα, το πρόβλημα δεν προκαλεί συναλλαγματική υποτίμηση, αλλά δεν παύει να «χτυπάει» το εγχώριο εισόδημα, ήτοι την απασχόληση, τα εισοδήματα και τα επιχειρηματικά κέρδη. Με άλλα λόγια, η ελληνική κατανάλωση συντηρεί θέσεις εργασίας, μισθούς και επιχειρηματικά κέρδη στο εξωτερικό. Το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 58,6% στο πρώτο εννεάμηνο του 2022 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021.
Οι μεν εξαγωγές αυξήθηκαν (κατά 37,7%), αλλά οι εισαγωγές αυξήθηκαν περισσότερο (κατά 45,6%), δημιουργώντας το έλλειμμα. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στο ότι έχει διαβρωθεί η ελληνική παραγωγή και καλύπτουμε τις περισσότερες ανάγκες με εισαγωγές. Είναι και ότι οι ελληνικές εξαγωγές βασίζονται σε μεγάλο ποσοστό σε εισαγόμενες πρώτες ύλες, ενδιάμεσα αγαθά και εξοπλισμό.
Μέχρι και ο τουρισμός (που θεωρείται εξαγωγή προϊόντος) βασίζεται κατά μεγάλο μέρος σε εισαγόμενα αγαθά. Κλασικό παράδειγμα το βούτυρο στο πρωινό των ξενοδοχείων, που κατά κανόνα είναι εισαγόμενο από Ολλανδία και Γερμανία, αλλά και πλήθος άλλων αγαθών που καλύπτουν την κατανάλωση των επισκεπτών και τις υποδομές φιλοξενίας τους.
Λένε, επομένως, τη μισή αλήθεια όσοι πανηγυρίζουν για την αύξηση των εξαγωγών, πολλώ δε μάλλον που, όπως διαπιστώνουν οι οικονομολόγοι, κι αυτή η αύξηση οφείλεται περισσότερο στο ότι το κόστος εργασίας (οι αμοιβές) αυξήθηκε λιγότερο απ’ ό,τι η παραγωγικότητα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος.
Με άλλα λόγια, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών φαίνεται ότι επαφίεται στο χαμηλό κόστος εργασίας, συνεχίζοντας το «μοντέλο» που εφαρμόστηκε επί μνημονίων.
Παρ’ όλα αυτά, το έλλειμμα με το εξωτερικό πλησιάζει πάλι τα επίπεδα που είχε φτάσει προ της κρίσης του 2008-2010. Είχε μειωθεί επί μνημονίων, όχι λόγω της αύξησης των εξαγωγών, αλλά χάρη στη μείωση των εισαγωγών, αφού η λιτότητα είχε «σκοτώσει» την κατανάλωση, η οποία κατά μεγάλο μέρος αφορούσε εισαγόμενα προϊόντα.
Τώρα όμως το πρόβλημα επανεμφανίζεται.
Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το τεράστιο παραγωγικό πρόβλημα της χώρας, το οποίο όλοι μεν θεωρητικά αναγνωρίζουν χωρίς όμως να παρουσιάζουν ένα συγκροτημένο σχέδιο επίλυσής του.
Το ζήτημα ξεπερνά τη συνήθη κομματική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Η μεν κυβέρνηση επικαλείται αποσπασματικά την αύξηση των εξαγωγών ως ένδειξη επιτυχίας, ενώ η αντιπολίτευση επικρίνει, βάσιμα μεν, αλλά χωρίς να παρουσιάζει ένα δικό της σχέδιο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει μια «τεχνική» λύση η οποία θα βγει από κάποια συρτάρια.
Απαιτείται συνολική πολιτική και κοινωνική διαβούλευση και συνεννόηση μεταξύ εργαζομένων, εργοδοτών και πολιτικών φορέων, προκειμένου να αναδειχθεί ένα σχέδιο που θα οδηγήσει σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα.
Η εγχώρια παραγωγή πλέον δεν είναι μόνο προϋπόθεση για κοινωνική ευημερία, αλλά ίσως αναδειχθεί και ως συνθήκη επιβίωσης σε έναν κόσμο όπου τα εμπορικά μπλοκ παγκοσμίως ανασυντάσσονται, με πολλές κρίσεις να περιμένουν «στη γωνία» – ενεργειακές, επισιτιστικές, υγειονομικές,
Μια χώρα η οποία θα συνεχίσει να εξαρτάται από εισαγόμενα αγαθά σε όλα τα πεδία, από την ενέργεια μέχρι τα τρόφιμα και τα απλά αντιπυρετικά, δεν θα είναι απλώς καταδικασμένη στη φτώχεια, αλλά θα αντιμετωπίσει υπαρξιακή κρίση. Και στη σημερινή συγκυρία, οι συνέπειες μπορεί να αποβούν καταστροφικές.