Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η προεκλογική εκστρατεία έτσι όπως εξελίχθηκε οδηγεί τη χώρα σε δεύτερες κάλπες -πιθανότατα στις 2 Ιουλίου- με βάση, πρώτον, το εκλογικό σύστημα που ψηφίζουμε σήμερα, δηλαδή την απλή αναλογική, και δεύτερον, τις τοποθετήσεις των κομμάτων, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, που ο αρχηγός του δεν θέλει να κάνει κυβέρνηση με αυτόν που θα εκλεγεί πρώτος
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι υπάρχει μικρή πιθανότητα κυβέρνησης ηττημένων, ειδικού σκοπού, ανοχής, ή ένας συνδυασμός αυτών. Αν συμβεί αυτό, θα πρόκειται εμφανώς για σενάριο διάλυσης της χώρας, κάτι σαν τον Ιούλιο του 2015. Φαίνεται δύσκολο να βγουν τα ποσοστά, αλλά μπορεί και να βγουν, κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει αναλογιζόμενος το παρελθόν του Τσίπρα, αλλά και το προσωπικό μένος του Ανδρουλάκη για τον Μητσοτάκη.
Πρωτόγνωρο για την ηλικία του -νέος άνθρωπος είναι- αλλά και για το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, που στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων έδωσε μάχη για να σταθεί η Ελλάδα στην Ευρώπη.
Μπορεί, λοιπόν, να βλέπουμε το πρώτο μέρος της διαδικασίας εκλογής κυβέρνησης στη χώρα, αλλά η πιο κρίσιμη και καθοριστική κάλπη είναι τώρα. Το πώς τελικά θα διαμορφωθεί το τελικό αποτέλεσμα και αν θα φτάσουμε σε μια αυτοδύναμη ή όχι κυβέρνηση θα κριθεί σε μέγιστο βαθμό από το σημερινό αποτέλεσμα. Αν η Ν.Δ. έχει ένα ποσοστό περί το 34%-35%, θα βρίσκεται αρκετά κοντά στον στόχο της επίτευξης μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης στις δεύτερες κάλπες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από τη Δευτέρα δεν ξεκινάει μια νέα προεκλογική περίοδος, με τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά και φυσικά με δεδομένο ότι από αύριο μέχρι τις 2 Ιουλίου μεσολαβεί… πολιτικός αιώνας.
Θεωρώ ότι σε αυτές τις εκλογές θα οδηγηθούμε σε ένα αποτέλεσμα που αν είναι εν πολλοίς αυτό που δείχνουν όλες οι δημοσκοπικές εταιρείες, οφείλεται στους εξής παράγοντες. Πρώτον, η Ν.Δ. και ειδικά ο Μητσοτάκης έπεισε τους περισσότερους ότι με όποια λάθη και αστοχίες της θητείας του συνολικά τα πήγε καλά και έκανε αρκετά απ’ όσα είχε υποσχεθεί πριν από τέσσερα χρόνια. Νομίζω πως η θεωρία που ανέπτυξε τις τελευταίες ημέρες για το μισογεμάτο ποτήρι είναι σωστή, του ταιριάζει και είναι κοντά στην αλήθεια.
Η κυβέρνηση μείωσε τους φόρους και τις εισφορές, μείωσε αισθητά και την ανεργία και αύξησε (έστω και λίγο) τον βασικό μισθό. Αν επανεκλεγεί, με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι θα συνεχίσει να ρίχνει τους φόρους και τις εισφορές, να αυξάνονται οι μισθοί και η χώρα με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης να περάσει σε μια ισχυρή τροχιά ανάπτυξης, αρκετά πιο υψηλή από τη σημερινή, που αναμένεται να κινηθεί στο 2,5% του ΑΕΠ.
Ο Μητσοτάκης θωράκισε τη χώρα με εξαιρετικά σύγχρονο οπλισμό μετά από δέκα χρόνια μνημονίων που κυριολεκτικά ρήμαξαν τις Ενοπλες Δυνάμεις. Δυστυχώς, μακάρι να μη συμβεί, αλλά σε λίγες ημέρες μοιάζει να ξανάρχεται η «Γαλάζια Πατρίδα» του Ερντογάν, ενώ έλυσε σχεδόν ριζικά το θέμα της παράνομης μετανάστευσης, είτε με τον φράχτη, είτε με τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων της χώρας.
Στην τετραετία του ο πρωθυπουργός έπεσε πάνω στη μεγαλύτερη πανδημία του αιώνα, αλλά και σε μια ενεργειακή κρίση που παρόμοιά της αντιμετώπισε η χώρα πριν από 40 χρόνια. Και στις δύο περιπτώσεις επιδότησε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες των πολιτών, κυρίως όμως τη μεσαία και ασθενέστερη τάξη, με περίπου 55 δισ. ευρώ για να σταθούν όρθιοι. Παρά τα λεγόμενα από την αντιπολίτευση, φορολόγησε τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας με συντελεστή 90% και πήρε περί τα 600 εκατ. ευρώ, δίχως να σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές -από την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου- δεν κέρδισαν πολλά λεφτά.
Η ψηφιακή επανάσταση ήταν επίσης ένα απτό μεγάλο έργο της κυβέρνησης το οποίο βίωσε ο κόσμος θετικά στην καθημερινότητά του, σώθηκαν ώρες ταλαιπωρίας από δεκάδες υπηρεσίες του Δημοσίου, χωρίς βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι ακόμα δεν υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν. Αλήθεια, όμως, πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε η προηγούμενη κυβέρνηση να οργανώσει, για παράδειγμα, τον τετραπλό εμβολιασμό για την COVID για μερικά εκατομμύρια Έλληνες;
Αυτά όλα ανήκουν στο μισογεμάτο ποτήρι που ανέφερε για τη θητεία του ο Μητσοτάκης, γιατί στο μισοάδειο ανήκει η Υγεία που χρειάζεται αναμόρφωση, αν και υπάρχει η δικαιολογία ότι για τρία περίπου χρόνια τα νοσοκομεία ήταν σε έκτακτη ανάγκη λόγω πανδημίας, η Δικαιοσύνη που απονέμεται με τρομακτικά αργούς ρυθμούς, η ασφάλεια, οι πολεοδομίες και μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα πολλών δεκαετιών που χρειάζονται τομές, τόλμη και αποφασιστικότητα, μαζί με καινούρια πρόσωπα πέραν του σημερινού Υπουργικού Συμβουλίου.
Απέναντί της η Ν.Δ. και ο Μητσοτάκης δεν είχαν στις εκλογές μια δομημένη εναλλακτική πρόταση, αλλά τον γνωστό από τη θητεία του το 2019 ΣΥΡΙΖΑ. Με δυσκολία μπορείς να απαριθμήσεις μια αλλαγή, μια βελτίωση, μια νέα ιδέα, ένα νέο πρόσωπο από την ημέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αντιπολίτευση έως σήμερα. Δεν ξέρω τι θα βγάλουν οι κάλπες το βράδυ της Κυριακής, αλλά αυτό που γνωρίζω είναι ότι η καμπάνια επικοινωνίας και στρατηγικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να διδάσκεται στα πανεπιστήμια ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στο ΠΑΣΟΚ και υπ’ αυτή την έννοια ο Μητσοτάκης είναι τυχερός γιατί είχε απέναντί του ένα τρίτο κόμμα που ο αρχηγός του αρνήθηκε πεισματικά να παίξει -ή έστω να διεκδικήσει- τον ρόλο του ρυθμιστή. Αντίθετα, διαλάλησε ότι θα είναι ο «απορρυθμιστής» των εκλογών, απορρίπτοντας το αυτονόητο δικαίωμα του αρχηγού του πρώτου κόμματος στην πρωθυπουργία.
Έτσι ουσιαστικά κατέληξε η έννοια σταθερότητα για την επόμενη ημέρα να ταυτιστεί και μόνο με την αυτοδυναμία, έστω και σε δεύτερη κάλπη. Μένει να αποδειχτεί φυσικά αν αυτό είναι που θέλει ο κόσμος. Σταθερότητα ή μια μεγάλη πολιτική περιπέτεια;