Μια νέα ευκαιρία μεγέθυνσης και αύξησης της ισχύος του βρήκε το ελληνικό κράτος στην ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Ευρώπη. Την αξιοποιεί αφενός για να αυξήσει το χρήμα που εισπράττει και αφετέρου για να ενισχύσει την πελατειακή του σχέση με τους πολίτες. Παράλληλα, αυξάνει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και δημιουργεί νέες δαπάνες-ευκαιρίες πλουτισμού γι’ αυτούς που τις αποφασίζουν και τις διανέμουν.
Παράδοξο; Καθόλου. Ετσι κάνουν τα κράτη, δηλαδή οι γραφειοκρατίες που διοικούν τον κόσμο. Επινοούν διαρκώς τρόπους για να ενισχύσουν την ισχύ τους.
Πάρτε την περίπτωση του ελληνικού κράτους: με την αύξηση του κόστους της ενέργειας έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που δημιουργείται από τους φουσκωμένους λογαριασμούς ρεύματος και από το κόστος του πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης στα νοικοκυριά.
Η ενέργεια έχει πολύ υψηλή φορολόγηση. Το κόστος της ενέργειας για τον καταναλωτή διαμορφώνεται από τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, προσαυξημένες όχι μόνο με τον ΦΠΑ 24%, αλλά και με τους ειδικούς φόρους της ενέργειας που είναι ποσά δύο και τρεις φορές υψηλότερα από τα αντίστοιχα της Ε.Ε. Ουσιαστικά, το κόστος διπλασιάζεται από αυτούς τους φόρους και τις υπόλοιπες χρεώσεις υπέρ τρίτων. Οταν λοιπόν πολλαπλασιάζεται η τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, πολλαπλασιάζονται αναλόγως και τα έσοδα που παίρνει το Δημόσιο από τους φόρους επί της ενέργειας που καταναλώνεται.
Το λογικό -για όλους πλην των διοικούντων- θα ήταν να πει το κράτος ότι μειώνει τους φόρους για να μειωθεί ο λογαριασμός.
Δεν έγινε όμως αυτό. Πρώτη η Ελλάδα, και μετά ακολούθησε όλη η Ευρωπαϊκή Ενωση, αποφάσισε ότι θα διατηρήσει το πολύ υψηλό ποσοστό φορολόγησης, θα εισπράξει πολλαπλάσια κρατικά έσοδα και στη συνέχεια θα δώσει επιδοτήσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ετσι, το κράτος πετυχαίνει και να αυξήσει τα έσοδά του, και να παίξει τον ρόλο του «πατερούλη» προς τους πολίτες δίνοντάς τους λεφτά για να μην παγώσουν και να συνεχίσουν τις βόλτες τους.
Με το ένα χέρι λοιπόν το κράτος παίρνει πολύ περισσότερα λεφτά από την τσέπη των πολιτών και με το άλλο τούς «χαρτζιλικώνει» επιστρέφοντας μέρος από αυτά που τους πήρε. Ετσι αυξάνει το χρήμα που εισπράττει και παράλληλα αποκτά τη δυνατότητα να εξαγοράσει ψήφους δίνοντας επιδοτήσεις ώστε να ενισχύσει την εξάρτηση των πολιτών από το κράτος, δηλαδή την πελατειακή σχέση που αποσκοπεί πάντα στην εξαγορά ψήφων. Με τη μέθοδο αυτή, τα κρατικά ταμεία είναι γεμάτα από φόρους λόγω της ενεργειακής κρίσης και οι πολιτικοί έχουν αυξήσει την επιρροή τους στους πολίτες.
Ας δούμε και μια δεύτερη περίπτωση. Επειδή το κόστος της Ευρώπης αυξήθηκε δραματικά από την αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου που εισάγει από τη Ρωσία αλλά και από τη συνακόλουθη αύξηση του υγροποιημένου φυσικού αερίου που εισάγει με καράβια από οπουδήποτε, αποφάσισε να επιβάλει πλαφόν στις τιμές του ρωσικού αερίου.
Η Ρωσία αντέδρασε κλείνοντας την κάνουλα τροφοδοσίας με φυσικό αέριο για να παγώσει την Ευρώπη. Η οποία για να μην παγώσει αποφάσισε να περικόψει την κατανάλωση ενέργειας. Ετσι, προσπαθεί να αποφύγει και το κλείσιμο των βιομηχανιών της – κυρίως στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες του Βορρά (βλέπε πρωτίστως Γερμανία). Οι Γερμανοί ζήτησαν από τις υπόλοιπες χώρες να περικόψουν όλες την ενέργεια που καταναλώνουν κατά 15% ώστε να φτάνει η εισαγόμενη ενέργεια για όλους. Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ξαφνικά.
Η κυβέρνηση λοιπόν κάλεσε τους μεγάλους Ελληνες βιομηχάνους που έχουν ενεργοβόρες βιομηχανικές μονάδες και τους ζήτησε να κλείσουν κάποιες μονάδες των βιομηχανιών τους για να πετύχει την εξοικονόμηση ενέργειας που ζητά η Ε.Ε. Προκειμένου να το κάνουν τους δίνει επιδότηση που καλύπτει το κόστος των εργαζομένων και επιπλέον τους αφήνει σημαντικό κέρδος. Λιγότερο από αυτό που θα είχαν αν συνέχιζαν την παραγωγή, αλλά, ας πούμε, «άκοπο». Δηλαδή μια βαριά βιομηχανία που έχει τρεις ενεργοβόρες μονάδες παραγωγής κλείνει τη μία και παίρνει την επιδότηση.
Με το 1/3 της επιδότησης συνεχίζει να πληρώνει τους εργαζομένους που κανονικά θα απέλυε κλείνοντας τη μονάδα και τα υπόλοιπα χρήματα μπαίνουν στο ταμείο της εταιρείας. Ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνεται, αλλά δεν πειράζει, διότι την επιβάρυνση θα την καλύψει η Ε.Ε. Η εξάρτηση των επιχειρηματιών και των εργαζομένων στις βιομηχανίες από το κράτος μεγαλώνει. Και το Ελληνικό Δημόσιο, όμως, πρέπει να περιορίσει την κατανάλωση ρεύματος.
Ανακοινώνουν λοιπόν τρεις υπουργοί, ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης μαζί με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη, ότι προκειμένου να περιοριστεί η κατανάλωση ρεύματος κατά 10% από τις δημόσιες υπηρεσίες θα διοριστεί σε κάθε υπηρεσία ένας «ενεργειακός υπεύθυνος» που θα ελέγχει αν εφαρμόζεται η οικονομία στο ρεύμα. Προσλήψεις λοιπόν ενεργειακών υπευθύνων.
Καλή θέση αυτή, διότι δεν πρόκειται απλώς περί ενός «θυρωρού» που σβήνει τα φώτα, αλλά ενός υπαλλήλου που θα αποφασίζει προμήθειες λαμπτήρων LED, αλλαγή ενεργοβόρων μηχανημάτων, ενίσχυση των μονώσεων των κτιρίων κ.λπ. Θα εισηγείται δηλαδή δαπάνες από επιλεγμένους προμηθευτές – όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό.
Και ο πολιτικός Βορίδης επαναλαμβάνει το «κόλπο» που είχε σκεφτεί και για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Οτι δηλαδή μαζί με τις ποινές όσων δεν πετυχαίνουν τους στόχους θεσπίζει και μπόνους για όσους τους πετυχαίνουν.
Η ποινή για τις υπηρεσίες που δεν θα περιορίζουν το ρεύμα που καταναλώνουν θα είναι ότι δεν θα μπορούν να προσλάβουν νέους υπαλλήλους – δηλαδή η ποινή είναι μείωση πελατειακής σχέσης και ισχύος. Το μπόνους για όσες υπηρεσίες μειώνουν το ρεύμα θα είναι ότι θα αυξάνεται ο προϋπολογισμός τους, δηλαδή το μπόνους είναι αύξηση δαπανών, άρα προσλήψεις και αύξηση ισχύος. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο κ. Βορίδης είναι πολύ πιο συγκρατημένος και ότι οι σχεδιασμοί του είναι πολύ πιο περίπλοκοι και ενδιαφέροντες από αυτούς άλλων υπουργών Εσωτερικών, όπως του Προκόπη Παυλόπουλου που είχε προσλάβει στην ψύχρα 800.000 δημοσίους υπαλλήλους. Πάλι καλά.
Είναι σκάνδαλα όλα αυτά; Κάθε άλλο. Είναι ο πάγιος τρόπος σκέψης και δράσης των διοικούντων πολιτικών και γραφειοκρατών εδώ αλλά και παντού, των οποίων προτεραιότητα είναι η αύξηση της ισχύος τους και η ενίσχυση των πελατειακών σχέσεων με τους πολίτες. Διότι, απλούστατα, αν οι πολίτες δεν εξαρτώνται από τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες του Δημοσίου, ούτε θα τους ψήφιζαν, ούτε θα τους πλήρωναν, ούτε θα τους καλούσαν στα πάρτυ τους.