Με τον αέρα της αναβάθμισης από την από την S&P στο BB+, η Ελληνική Δημοκρατία βγήκε στις διεθνείς αγορές με έκδοση 7ετούς ομολόγου. Ιδιαίτερα σημαντική η αναβάθμιση του αμερικανικού οίκου όχι τόσο επειδή μας τοποθέτησε μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, αλλά και για το σκεπτικό της, που βασίζεται στις προσδοκίες για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών που εφαρμόζονται στην Ελλάδα αλλά και για διατηρήσιμες επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Είχε προηγηθεί η αναβάθμιση από την καναδική DBRS που επίσης μας αξιολόγησε ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα, όπως και οι θετικές εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας με το πρωτογενές έλλειμμα του 2021 να διαμορφώνεται στο 5% του ΑΕΠ (χαμηλότερα από το 7% του ήταν ο στόχος του προϋπολογισμού) και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ να σημειώνει σε έναν χρόνο αξιόλογη υποχώρηση και από 206,3% το 2020, να διαμορφώνεται σε 193,3% το 2021.
Η Κυβέρνηση κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό προκειμένου να αποκτήσει η χώρα επενδυτική βαθμίδα και να σβήσει έτσι το κακό παρελθόν της πτώχευσης. Η επενδυτική βαθμίδα δεν μπορεί να μεταφραστεί σε απτά μέτρα και οφέλη, όπως π.χ. οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης μετατρέπονται σε δάνεια, αλλά είναι γεγονός μείζονος σημασίας. Αλλάζει τη γενική αντίληψη για την ελληνική οικονομία. Κλείνει επισήμως τον κύκλο αναξιοπιστίας και η Ελλάδα δεν θα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που τα κρατικά της ομόλογα αξιολογούνται στην κατηγορία “σκουπίδια”.
Η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας διασφαλίζει φθηνό δανεισμό και γενικότερα βελτιώνει τις συνθήκες χρηματοδότησης για Δημόσιο, τράπεζες και επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα ανοίγει τον δρόμο για ξένες επενδύσεις, καθώς σήμερα πολλά μακροπρόθεσμα funds δεν μπορούν να επενδύσουν στην Ελλάδα, επειδή το απαγορεύει το καταστατικό τους αφού η χώρα δεν θεωρείται επενδύσιμη. Επίσης γίνονται ευκολότερες οι αναβαθμίσεις για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δεν θα αξιολογούνται πλέον με το βαρίδι της χώρας.
Η αναβάθμιση της οικονομίας επιτυγχάνεται με τη διατήρηση σωστού μίγματος στη μείωση του χρέους, στην προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Παρά το αντίξοο και ρευστό περιβάλλον η Ελλάδα τα πάει καλά, κάτι που αναγνωρίζει και η S&P που σημειώνει στην πρόσφατη αναβάθμιση πως “αντανακλά την προσδοκία μας ότι τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής της Ελλάδας, θα επιτρέψουν στη χώρα να απορροφήσει τον έμμεσο αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της”.
Αρκεί βεβαίως ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας που ανοίγει έναν νέο κύκλο ευημερίας για την οικονομία και την κοινωνία, να μη χαθεί στη δίνη των τιμολογίων ενέργειας, της ακρίβειας και των ευρύτερων προβλημάτων που προκαλεί η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία.