Ανεξαρτήτως της τηλεθέασης που είχε το χθεσινοβραδινό debate, το αποτύπωμά του είναι θετικό καθώς συμπεριλαμβάνει νέα «υλικά» για ένα διάλογο προς όφελος της ενημέρωσης των πολιτών. Το γεγονός και μόνο ότι ο Κώστας Μπακογιάννης κατάφερε να «κάψει» το δικαίωμα των πέντε παρεμβάσεων στην αρχή της μονομαχίας, δείχνει ότι ο αδιαμεσολάβητος διάλογος έχει τη δύναμη να «εισβάλει» και να ακυρώνει τους αρχικούς σχεδιασμούς με τα «κουτάκια».
Ούτε ο Κώστας Μπακογιάννης, ούτε ο Χάρης Δούκας είχαν κάτι να χάσουν από το νέο, πιο ελεύθερο και «ευρύχωρο» πλαίσιο ενός τηλεοπτικού debate. Αντιθέτως θα μπορούσε να εικάσει κανείς -ακόμη και με σιγουριά- ότι η τηλεμαχία ευνόησε τελικά και τους δύο υποψήφιους Δημάρχους, παρότι τα διλήμματα που είχαν να θέσουν κινούνταν σε διαφορετική τροχιά. Ο νυν Δήμαρχος με το 41,35% ήθελε να πείσει ότι πρέπει να συνεχιστεί το έργο, παρά τα λάθη, διότι υπάρχει και μετράει το αποτέλεσμα. Ο Χάρης Δούκας ήθελε να πείσει ότι μπορεί να κάνει και τη δεύτερη έκπληξη μετά τον πρώτο γύρο (κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 14,19%) καθώς, όπως είπε «η ιστορία είναι γεμάτη από νικητές που ανατρέπονται». Ίσως ο κ. Δούκας θυμάται έντονα την «ανατροπή» του 2019 στις δημοτικές εκλογές της Θεσσαλονίκης, όταν στον πρώτο γύρο ο υποψήφιος Δήμαρχος με το «χρίσμα» της ΝΔ, Νίκος Ταχιάος, έλαβε ως πρώτη δύναμη 22,41% και ο Κωνσταντίνος Ζέρβας κατέγραψε 14,98%. Η συνέχεια; Στο δεύτερο γύρο εκλέχτηκε με 66,79% ο κ. Ζέρβας ο οποίος τώρα έχει το «χρίσμα», όχι όμως και τη βεβαιότητα της επανεκλογής του. Μπορεί να συμβεί κάτι σχετικό και στην Αθήνα τέσσερα χρόνια μετά, δηλαδή να έχςι βάση η πρόβλεψη ανατροπής από τον κ. Δούκα;
Είναι προφανές ότι η μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου «παίκτη» στις κάλπες δύσκολα ανατρέπεται, αν και πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Το σίγουρο είναι ότι η μάχη στην Αθήνα, μετά το συνολικό πλάνο της πρώτης Κυριακής, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο του πρώτου ημίχρονου στην Αθήνα αφορά στην «ανατροπή» που συνέβη με την αναβάθμιση του υποψηφίου Δημάρχου του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση, αφού ο Χάρης Δούκας πέρασε με βραχεία κεφαλή τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Ζαχαριάδη και οδεύει προς τον δεύτερο γύρο. Από την άλλη πλευρά, ο Κώστας Μπακογιάννης, μπορεί να μην κατάφερε να επανεκλεγεί από τον πρώτο γύρο, ωστόσο διατήρησε εν πολλοίς τις δυνάμεις που κατέγραψε το 2019 και έδειξε να περιορίζει τις αντιδράσεις των ψηφοφόρων όσον αφορά στο «μεγάλο περίπατο». Όμως ούτε με το ποσοστό του πρώτου γύρου του 2019 θα εκλεγόταν, αν σκεφτεί κανείς ότι και τότε έλαβε ποσοστό κάτω από το σημερινό κατώφλι του 43% και συγκεκριμένα πήρε 42,65% (ίσχυε για την εκλογή το 50%+1), ο Νάσος Ηλιόπουλος από τον ΣΥΡΙΖΑ 16,98% και ο Παύλος Γερουλάνος από το ΠΑΣΟΚ 13,19%. Τότε στο δεύτερο γύρο του 2019, το ποσοστό εκλογής του κ., Μπακογιάννη έφτασε στο 65,25% και του υποψήφιου του ΣΥΡΙΖΑ στο 42,65%. Υπάρχουν ομοιότητες της μάχης του 2019 με του 2023 στην Αθήνα;
Έμπειρο στέλεχος που παρακολούθησε το χθεσινό (ένα και μοναδικό της αυτοδιοικητικής μάχης) debate, τονίζει ότι αν ο κ. Μπακογιάννης δεν το είχε ζητήσει, θα έπρεπε να το είχε προτείνει οπωσδήποτε ο «πρωτάρης» στα δημοτικά δρώμενα, Χάρης Δούκας. Με τη «μαγιά» του πρώτου γύρου, ο καθηγητής του ΕΜΠ έδειξε ότι σε ελάχιστο χρόνο μπόρεσε να ανεβάσει τη χαμηλή αναμφίβολα αναγνωρισιμότητά του και να διεισδύσει σε κοινά πολύ μεγαλύτερα της εκλογικής εμβέλειας που κατέγραψε το ΠΑΣΟΚ στις πρόσφατες εθνικές κάλπες. Μπόρεσε να εκλαϊκεύσει την επιστημονική του γνώση, ώστε να γίνει αντιληπτή και από τους μη ειδικούς, παρουσίασε συγκεκριμένες προτάσεις με τις βέλτιστες λύσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες των Αθηνών και -το κυριότερο- εμφάνισε ένα προφίλ αυτοδιοικητικού για την Αθήνα, με το οποίο η σύγκρουση για τη σύγκρουση είναι εκ των προτέρων χαμένη υπόθεση. Υπό αυτήν την έννοια, ρυμούλκησε και το στυλ της χθεσινής τηλεμαχίας στα μέτρα του, στην παράθεσή στοιχείων και επιχειρημάτων δηλαδή. Λιγότερο «πολιτικός» αλλά περισσότερο επίμονος στην παρουσίαση του σχεδίου- αν και στράφηκε στη γενικολογία τουλάχιστον σε μία απάντηση (σε ερώτηση) με ενδεχόμενο πολιτικό κόστος.
Το ποιος θα κερδίσει ή θα χάσει την προσεχή Κυριακή στην Αθήνα είναι εφεξής «στοίχημα» των επιτελείων τους, που έχουν εν πολλοίς την ευθύνη να κινητοποιήσουν και να σηκώσουν τον κόσμο από τον καναπέ- να πολεμήσουν την αποχή. Το γεγονός με το δείκτη της συμμετοχής καρφωμένο στο 32,32% κατά τον πρώτο γύρο στην Αθήνα συνιστά μια θλιβερή εξέλιξη, την οποία έχουν χρέος να ανατρέψουν όχι μόνο οι συνδυασμοί των μονομάχων αλλά και οι παρατάξεις του δημοκρατικού τόξου που δεν πέρασαν στο δεύτερο γύρο. Το δε «λευκό» ή «άκυρο» ποια συνθήκη τελικά ευνοεί;