Με κάθε σεβασμό στους ανθρώπους που χάθηκαν και στις οικογένειές τους.
Διαβάζω παντού στα πανό των διαδηλώσεων για τα Τέμπη, ειδικά σε εκείνα που κρατάνε τα νέα παιδιά – αλλά και οι επαγγελματίες διαδηλωτές των κομμάτων: «Τα κέρδη τους – Οι νεκροί μας». Δυστυχώς, στην περίπτωση του ΟΣΕ δεν υπάρχει καμία ιδιωτική εταιρεία που να κονόμαγε εις βάρος της ασφάλειας των επιβατών, αλλά το «έγκλημα» έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο. Και μάλιστα είναι διαρκές εδώ και μερικές δεκάδες χρόνια και οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο σε αυτό το οποίο και πληρώνουμε όλοι εμείς οι φορολογούμενοι. Αρα είναι ακόμα χειρότερο γιατί εδώ ισχύει το «ΟΙ ΖΗΜΙΕΣ ΜΑΣ – ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΑΣ».
Το δίκτυο του ΟΣΕ είναι κρατικό, δεν θα μπορούσε βέβαια να ήταν ιδιωτικό γιατί είναι βαριά ζημιογόνο, χάνει περίπου 100-150 εκατ. ευρώ τον χρόνο και άρα δεν το αγοράζει κανείς. Πουθενά, σε καμία χώρα του πολιτισμένου κόσμου, σήμερα δεν είναι ιδιωτικές οι γραμμές των τρένων. Είναι όμως υποχρέωση του κράτους να τις συντηρεί καλά, να τις φροντίζει. Το προσωπικό του είναι βέβαια δημόσιοι υπάλληλοι και φυσικά δεν είναι όλοι αφιλότιμοι και «εγκληματίες», όπως πιθανόν να τους χαρακτηρίζει τώρα η κοινή γνώμη.
Όμως υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να τελειώνει, δεν γίνεται να υπάρχουν στις δουλειές «δύο Ελλάδες», εκείνη του δημόσιου τομέα που δεν κρίνεται κανείς, ούτε κινδυνεύει να απολυθεί, και ο ιδιωτικός τομέας όπου οι εργαζόμενοι κρίνονται κάθε μέρα. Στην όποια προσπάθεια αξιολόγησης επιχείρησε η σημερινή κυβέρνηση, το «βαθύ κράτος» αντιστάθηκε και έτσι δεν έγινε απολύτως τίποτα. Με τις πλάτες του ίδιου του κόμματος της Ν.Δ., που φυσικά… δεν γεννήθηκε χθες. Καλά, για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάμε, αφού το απυρόβλητο του Δημοσίου είναι μέσα στην ιδεολογία τους.
Ό,τι και να πούμε, όταν δεν υπάρχει λογοδοσία σε μια δουλειά, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι από κακό έως μοιραίο αν υπάρχουν θέματα ασφάλειας, και εδώ μια απλή ανάγνωση των ηχητικών συνομιλιών εκείνης της αποφράδας ημέρας μεταξύ των εμπλεκομένων φτάνει για να αντιληφθεί κανείς τι συνέβη. Προσοχή, εδώ δεν μιλάμε μόνο για την ευθύνη ενός ή περισσoτέρων εμπλεκομένων, αλλά του ίδιου του Δημοσίου.
Πέραν αυτού, φτάνοντας στο γιατί δεν υπάρχει -πλήρως εγκατεστημένο- το μοντέρνο σύστημα ασφάλειας των τρένων και γιατί η περίφημη σύμβαση 717, που προέβλεπε τη λειτουργία αυτών των ασφαλιστικών δικλίδων, καθυστερεί από το 2014 έως σήμερα, είναι σαφές. Οχι στο ευρύ κοινό, αλλά στους σχετικούς με την πολιτική, το Δημόσιο και τις εγχώριες μπίζνες. Μια χούφτα επιτήδειοι επιχειρηματίες, κατασκευαστές, εργολάβοι -και αρκετοί ενδιάμεσοι- εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες του κράτους, που εν μέρει είναι και σκόπιμες, τη γραφειοκρατία, την αργή -σε βαθμό ύποπτο ορισμένες φορές- απονομή δικαιοσύνης και μπλοκάρουν τις συμβάσεις του Δημοσίου.
Ποια είναι η λύση σε αυτό, εκτός βέβαια από την τοποθέτηση στις θέσεις-κλειδιά του Δημοσίου έντιμων και ικανών ανθρώπων. Χρονικό όριο στην εκδίκαση των ενστάσεων για συμβάσεις και καταβολή τιμήματος για την υποβολή τους, εντός πάντα των επιτρεπόμενων ορίων της Ε.Ε. Είμαι βέβαιος ότι η εκάστοτε πολιτική εξουσία μπορεί να αποτρέψει διά της «πειθούς» όλους αυτούς τους επιχειρηματίες να μην κολλάνε τα έργα και πέραν του νομικού πλαισίου. Ολοι καταλαβαίνουμε…
Αυτό που έχει περισσότερη ανάγκη, πάντως, σήμερα η κοινωνία και θα το έχει όσο περνούν οι μέρες και φεύγουν η οργή, ο θυμός και η θλίψη, είναι να υπάρχει ένα αποτέλεσμα: να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί για να μην ξαναγίνει τέτοια τραγωδία, ή τουλάχιστον να διασφαλίσει το κράτος συνθήκες πολύ μεγαλύτερης ασφάλειας. Δεν έχει καμία ουσία και φυσικά κανένα όφελος, θεωρώ προσωπικά, η πολιτική αντιπαράθεση, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η ευθύνη είναι απολύτως συλλογική στο πολιτικό σύστημα για το πώς λειτουργούσε ο συγκεκριμένος δημόσιος οργανισμός.
ΥΓ.: Όχι όμως όλο το Δημόσιο, γιατί την ίδια νύχτα που το ξεχαρβάλωμα του ΟΣΕ έστειλε στον τάφο 57 ανθρώπους, η Πυροσβεστική, η Αστυνομία, το ΕΚΑΒ, οι διασώστες και πολλοί άλλοι «δημόσιοι υπάλληλοι» έσωσαν δεκάδες ψυχές.