Από το 1974 η επιλογή των Προέδρων της Ελληνικής Δημοκρατίας αντανακλά τις πολιτικές ισορροπίες και τις στρατηγικές αποφάσεις του εκάστοτε πρωθυπουργού, που έχει και τη βασική ευθύνη. Θεωρητικώς το πρόσωπο που προτείνεται πρέπει να συνδυάζει θεσμική σοβαρότητα, ευρύτερη κομματική αποδοχή και κοινωνικούς συμβολισμούς. Στην πράξη αντικατοπτρίζει την πολιτική συγκυρία και τις προτεραιότητες της εκάστοτε κυβέρνησης, που ασφαλώς σχετίζονται με τις πλειοψηφίες που διαμορφώνονται στη Βουλή.
Αν εξαιρέσουμε τον διορισμό του πρώτου Προέδρου Μιχαήλ Στασινόπουλου, το 1974, όλες οι υπόλοιπες συνδέονται καθαρά με το «πολιτικό παιχνίδι», αφού η μη εκλογή Προέδρου με την ενισχυμένη πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής ήταν ο μοναδικός χειροπιαστός λόγος διάλυσης του Κοινοβουλίου και προκήρυξης εκλογών. Τα πλέον ακραία παραδείγματα είναι τρία. Πρώτον, ο Αλέξης Τσίπρας το 2015 που δεν συναινούσε σε κανένα πρόσωπο προκειμένου να οδηγήσει τον Αντώνη Σαμαρά σε πρόωρες εκλογές και μετά από αυτές να προτείνει τον Κώστα Καραμανλή και όταν αυτός αρνήθηκε να επιλέξει τον Προκόπη Παυλόπουλο. Δεύτερον, ο Γιώργος Παπανδρέου το 2010, που δεν δέχθηκε να στηρίξει την επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια αν πρώτα δεν γίνονταν εκλογές, όπως κι έγινε. Τρίτον, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1985, που υπό συνθήκες ακραίας πόλωσης αθέτησε την υπόσχεσή του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή για δεύτερη θητεία, για να εκλεγεί ο Χρήστος Σαρτζετάκης.
Με βάση των Αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, τώρα είναι η δεύτερη φορά που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί ακόμη και με σχετική πλειοψηφία. Συνεπώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να ανησυχεί για την κυβέρνησή του, αλλά αυτό δεν κάνει την επιλογή του μια τυπική διαδικασία. Καλείται να αποφασίσει αν ο επόμενος Πρόεδρος θα προέρχεται εκτός των τειχών της παράταξης ή αν θα είναι μια προσωπικότητα που θα ενισχύσει τη συνοχή της Νέας Δημοκρατίας τώρα που δείχνει να την έχει ανάγκη. Οι επιλογές αυτές δεν είναι απλές. Κάθε σενάριο έχει πολιτικές, κομματικές, αλλά και στρατηγικές συνέπειες.
Αν, για παράδειγμα, ο υποψήφιος προέρχεται από την Κεντροαριστερά, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μήνυμα συνεννόησης με την αντιπολίτευση, η οποία μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη την επόμενη μέρα σε περίπτωση εκλογών χωρίς αυτοδυναμία. Επίσης, θα έδειχνε διάθεση υπέρβασης των πολιτικών διαφορών, καθώς η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με πτώση στις δημοσκοπήσεις, στις οποίες αποτυπώνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις για προβλήματα όπως η ακρίβεια και η αυξημένη πίεση από την, έστω και κατακερματισμένη, αντιπολίτευση.
Μια τέτοια επιλογή, όμως, ενδέχεται να προκαλέσει αντιδράσεις εντός της Ν.Δ., ειδικά μετά τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, τις διακριτές αποστάσεις του Κώστα Καραμανλή και την ενίσχυση των κομμάτων που κινούνται με χαμηλές ταχύτητες στα δεξιά της Ν.Δ. Ολα μαζί μπορεί να αναδειχθούν σε καθοριστική απειλή, καθώς τα πιο συντηρητικά στελέχη ζητούν πιο ξεκάθαρες θέσεις και το άνοιγμα προς τον κεντρώο χώρο προκαλεί αντιδράσεις. Συνεπώς, η ενότητα της παράταξης αποτελεί βασικό ζητούμενο και το πρόσωπο που θα επιλεγεί για την Προεδρία της Δημοκρατίας μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο σε επίπεδο συμβολισμού. Από την άλλη, η επιλογή ενός συντηρητικού υποψηφίου θα ικανοποιήσει τα κομματικά στελέχη, αλλά ενδέχεται να περιορίσει τη δυνατότητα πολιτικών συνεργασιών στο μέλλον.
Είναι προφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε ένα πολιτικό σταυροδρόμι. Εχει μπροστά του μια κρίσιμη απόφαση, νομίζω ορθώς κρατά κλειστά τα χαρτιά του και σίγουρα χρειάζεται την… αύρα του πατρικού σπιτιού στα Χανιά για να αποφασίσει.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να είναι μια προσωπικότητα που εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη. Η ικανότητά του να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος σε περιόδους κρίσης είναι καθοριστική. Κι αυτό θα πιστωθεί ή θα χρεωθεί σε εκείνον που διατυπώνει την πρόταση, δηλαδή στον πρωθυπουργό. Το χειρότερο σενάριο για τον Κυριακό Μητσοτάκη θα είναι η επιλογή ενός άχρωμου, άοσμου και… άγευστου υποψηφίου που ούτε την εσωτερική ενότητα θα σφυρηλατεί, ούτε το άνοιγμα στα άλλα κόμματα θα υπηρετεί. Θα πρόκειται απλώς για μια τρύπα στο νερό.