Ανεξαρτήτως του πώς πηγαίνουν οι δείκτες της οικονομίας, το ζητούμενο για όλους είναι πώς αισθάνονται για την οικονομική τους κατάσταση και αν βλέπουν με αισιοδοξία ή με απαισιοδοξία το οικονομικό τους μέλλον. Αν δηλαδή θεωρούν ότι στο κοντινό μέλλον η οικονομική τους θέση θα βελτιωθεί ή θα χειροτερέψει. Αυτή η αίσθηση είναι που ονομάζουμε «κλίμα» στην οικονομία κι αυτό είναι που καθορίζει όχι μόνο τις οικονομικές αποφάσεις κάθε νοικοκυριού αλλά και τις πολιτικές επιλογές του.
Τη στιγμή αυτή η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό και μάλιστα ταχύτερο απ’ ό,τι προέβλεπαν οι διεθνείς οργανισμοί και η κυβέρνηση και παράλληλα εμφανίζει θετικές αναπτυξιακές προοπτικές για το ερχόμενο δωδεκάμηνο. Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι η οικονομία πάει καλά, καλύτερα απ’ ό,τι υπολογίζαμε και πάρα πολύ καλύτερα από τις επιδόσεις της δυσάρεστης προηγούμενης δεκαετίας.
Η βελτίωση αυτή της οικονομίας οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως είναι οι επενδύσεις και η ανάταση που ήρθε μετά την πανδημία και την προηγούμενη οικονομική κρίση. Το «κερασάκι» όμως είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος είναι ένα θείο δώρο για την αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή για την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης αλλά και για τα δημόσια έσοδα.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, με απλά λόγια η αύξηση του ΑΕΠ είναι η αξία της αύξησης όλων των συναλλαγών και εφόσον με τον πληθωρισμό ανεβαίνει η αξία κάθε συναλλαγής, τελικά ανεβαίνει και το ΑΕΠ. Η αύξηση του ΑΕΠ είναι εξαιρετικά ευεργετική για τα δημόσια έσοδα, αφού αυτά προέρχονται από φόρους που επιβάλλονται στις συναλλαγές.
Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας εισέπραξε φέτος περισσότερα δημόσια έσοδα από πέρυσι και συγκεκριμένα 10 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα και έφτασε στα 57 δισ. ευρώ, γεμίζοντας το ταμείο του Δημοσίου.
Εν όψει εκλογών η κυβέρνηση διεμήνυσε ότι διαθέτει «δημοσιονομικό χώρο», δηλαδή οικονομική άνεση να μοιράσει στους φορολογουμένους -και μη- παραπάνω χρήματα. Και καλά θα κάνει, διότι ο κόσμος έχει ζοριστεί πολύ από τον πληθωρισμό. Για να λέμε την αλήθεια, ενώ οι οικονομικοί δείκτες και τα δημόσια ταμεία ευνοούνται από τον πληθωρισμό, οι μισθωτοί υποφέρουν. Οι υπόλοιποι, επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, περνάνε τον πληθωρισμό στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους και καταφέρνουν είτε να ισοφαρίσουν το κόστος τους είτε να βγάλουν και αυξημένα κέρδη. Οι μισθωτοί, αντίθετα, βρίσκονται διαρκώς σε μια παθητική κατάσταση, αφού πληρώνουν όλη την αύξηση του κόστους ζωής λόγω πληθωρισμού χωρίς να εισπράττουν κάτι παραπάνω. Είναι τα θύματα της οικονομικής ανάπτυξης, διότι εξαρτώνται από το κράτος ή από τον εργοδότη τους για να εισπράξουν κι αυτοί μέρος της οικονομικής ανάπτυξης.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σήμερα, σε διεθνές επίπεδο και φυσικά και στην Ελλάδα, η μισθωτή εργασία υποχωρεί στις προτιμήσεις των νέων. Ιδιαίτερα καθώς ακούν ότι οι προοπτικές της οικονομίας είναι αναπτυξιακές και προτιμούν να ρισκάρουν εργαζόμενοι ανεξάρτητα ως ελεύθεροι επαγγελματίες προσδοκώντας αυξημένα εισοδήματα, παρά να περιοριστούν στο στενό και δύσκολα αυξανόμενο πλαίσιο ενός σταθερού μισθολογίου. Ίσως η μισθωτή εργασία ξανάβρισκε την ελκυστικότητά της αν βλέπαμε μπροστά μας δύσκολες προοπτικές και αναγκάζονταν οι νέοι να αναζητήσουν την ασφάλεια που προσφέρει η σταθερή εργασία. Όμως αυτό δεν συμβαίνει σήμερα.
Υπό τις σημερινές συνθήκες ορθώς η κυβέρνηση επιστρέφει μεγάλο μέρος των εισπραχθέντων λόγω αύξησης του ΑΕΠ φόρων στους πολίτες έστω και με τη μορφή προσωρινών επιδομάτων στήριξης για τον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση και ορθώς αυξάνει τα κατώτατα όρια των μισθών, που είναι ούτως ή άλλως χαμηλά στην Ελλάδα σε σχέση με τους μισθούς στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οσον αφορά τους δείκτες της οικονομίας που πηγαίνουν καλά, δυστυχώς ένας από αυτούς και μάλιστα πολύ σημαντικότερος από όσο οι κυβερνήσεις θεωρούν, δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Είναι το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών, το οποίο αυξάνεται και έφτασε στο τέλος του 2022 σε επίπεδο ρεκόρ των τελευταίων 14 ετών. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών δείχνει πόσα χρήματα φεύγουν κάθε χρόνο από τη χώρα προς το εξωτερικό. Στους 11 πρώτους μήνες του 2022 έφυγαν 17,6 δισ. ευρώ από τη χώρα. Το έλλειμμα σε σχέση με το 2021 σχεδόν διπλασιάστηκε. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι’ αυτό, που σχετίζονται με τις τιμές ενέργειας, αλλά η ουσία του προβλήματος είναι ότι αυτά που παράγουμε και εξάγουμε μαζί με αυτά που εισπράττουμε από τον τουρισμό δεν φτάνουν για να ισοφαρίσουν αυτά που πληρώνουμε για εισαγωγές και κάθε χρόνο τα λεφτά που κυκλοφορούν στη χώρα μειώνονται. Το πρόβλημα αυτό είναι σχεδόν μη αντιμετωπίσιμο. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τα πάρα πολλά εισαγόμενα, ούτε -όπως αποδεικνύεται επί δεκαετίες- μπορούμε να παράγουμε και να εξάγουμε τόσο πολλά και σε ανταγωνιστικές τιμές ώστε να ισοσκελίσουμε το έλλειμμα.
Όσο έχουμε ρυθμό ανάπτυξης τόσο θα αυξάνεται το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που φτάνει το 8% του ΑΕΠ, αφού κάθε πεντάρα που βάζουμε στην τσέπη μας και καταναλώνουμε ουσιαστικά ξοδεύεται σε εισαγόμενα προϊόντα.
Όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών απέτυχαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν πολιτικές αύξησης της εγχώριας παραγωγής και της ανταγωνιστικότητάς της.
Και αυτό το πρόβλημα είναι αναγκαίο να το αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση που θα εκλεγεί φέτος. Πρέπει να σχεδιάσει μια πολιτική που θα βελτιώνει αυτό το έλλειμμα και το κλειδί αυτής της πολιτικής είναι η απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας από τα συνεχή εμπόδια που της προκαλεί η γραφειοκρατία του Δημοσίου και η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των μικρών επιχειρήσεων από μη τραπεζικά κανάλια, αφού οι τράπεζες δεν τις χρηματοδοτούν.