Η υγειονομική εξίσωση της πανδημίας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Οι εμβολιασμοί προχωράνε με μεγάλα προβλήματα και τα κρούσματα περιμένουμε να αυξηθούν μόλις αλλάξουν οι καιρικές συνθήκες.
Παντού στον κόσμο και στην Ελλάδα βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πίσω. Φοβισμένοι ή «ψεκασμένοι», σχεδόν ο ένας στους τρεις πολίτες διστάζει να κάνει το εμβόλιο.
Είναι φανερό πως η κυβέρνηση προβληματίζεται για τον αν πρέπει να διευρύνει την υποχρεωτικότητα και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες. Στάση αναμονής κρατούν για την ώρα και οι υπόλοιπες χώρες, με εξαίρεση ίσως την Ιταλία.
Σίγουρα ο στόχος της συλλογικής ανοσίας με το ποσοστό των εμβολιασμένων κοντά στο 80% μοιάζει προς το παρόν ανέφικτος, όσες πιέσεις κι αν ασκηθούν. Βρισκόμαστε κατά μέσο όρο στους 25.000 εμβολιασμούς, τη στιγμή που θα έπρεπε να… τρέχουμε με 100.000 την ημέρα. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις ηλικίες άνω των 50 ετών, όπου τα ποσοστά ανεμβολίαστων είναι υψηλά, αν και είναι εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν σοβαρά. Για να προστατευτούν ακριβώς αυτές οι ηλικίες, οι επιστήμονες αναγκάζονται όλο και να χαμηλώνουν το ηλικιακό όριο.
Ακόμη και για την τρίτη δόση το θέμα δεν έχει ξεκαθαρίσει. Ποιοι τη χρειάζονται και πότε; Η προχθεσινή απόφαση του Αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) είναι ενδεικτική της σύγχυσης που επικρατεί ακόμη και ανάμεσα στους επιστήμονες.
Μέχρι και οι δημιουργοί των εμβολίων αρκετές φορές εμφανίζονται με αποκλίνουσες απόψεις για την αναγκαιότητα της τρίτης δόσης σε όλους. Αυτό ενισχύει την καχυποψία των αντιεμβολιαστών και ειδικά εκείνων που βλέπουν οικονομικά συμφέροντα ή θεωρίες παγκόσμιας συνωμοσίας.
Το μόνο σίγουρο είναι πως το εμβόλιο προστατεύει από τα βαριά συμπτώματα και ακόμη περισσότερο από τον θάνατο.
Την ίδια στιγμή οι επιστήμονες θεωρούν την ύφεση των τελευταίων ημερών παροδική και ότι σύντομα τα κρούσματα θα αρχίσουν να αυξάνονται. Η πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα δυσμενής ακόμη και για τους μαθητές Δημοτικού ή Γυμνασίου. Ο κορωνοϊός θα αγγίξει κάθε ανεμβολίαστο, ανεξαρτήτως ηλικίας, χωρίς να υπολογίζουμε τις πιθανές νέες μεταλλάξεις, δοκιμάζοντας τα όρια του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των δυνατοτήτων του να ανταποκριθεί στις τεράστιες ανάγκες.
Αν κρίνουμε με βάση τους αριθμούς των κρουσμάτων, των νοσηλευομένων και των θυμάτων σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι, τότε οι επόμενοι μήνες θα είναι πιο δύσκολοι. Μπορεί η κυβέρνηση να βεβαιώνει καθημερινά ότι αποκλείεται να πάμε ξανά σε νέο lockdown και οριζόντια μέτρα, αλλά κατά τη γνώμη μου τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αν η κατάσταση γίνει απειλητική και τα κρούσματα αυξηθούν, κανένας δεν μπορεί να αδιαφορήσει.
Μέχρι αυτή τη στιγμή ούτε ένας επιστήμονας, πουθενά στον κόσμο, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού βρισκόμαστε. Στο μέσον, στην αρχή, στο τέλος της πανδημίας; Κάθε ημέρα επιφυλάσσει και μια έκπληξη, κάθε εβδομάδα οι ελπίδες ματαιώνονται. Το τείχος της ανοσίας μοιάζει ανέφικτο και τα νέα φάρμακα που υποσχέθηκαν οι φαρμακευτικές εταιρείες όλο και καθυστερούν.
Αντίθετα, πολλοί είναι εκείνοι που ανησυχούν πως αυτή η ιστορία θα πάει πιο μακριά από όσο στην αρχή πιστέψαμε. Πιθανόν για τα επόμενα χρόνια η ζωή μας να είναι μέτρα, απαγορεύσεις, εμβόλια, ελπίδες και απογοητεύσεις.
Το μόνο θετικό είναι ίσως η συμπεριφορά της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την πανδημία. Εδώ οι δυσμενείς προβλέψεις ευτυχώς δεν επιβεβαιώθηκαν. Ενα χρονικά μικρό «παράθυρο» επιστροφής σε σχετική κανονικότητα ήταν αρκετό να εκτοξεύσει την ανάπτυξη και να μειώσει την ανεργία στα επίπεδα του 2010. Η «θεωρία του ελατηρίου», που όσο μένει συμπιεσμένο τόσο πιο γρήγορα και πιο εντυπωσιακά θα ανέβει, φαίνεται πως ισχύει. Τομείς όπως ο τουρισμός έδειξαν ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις άμεσης ανάταξης.
Και αν δεν υπήρχαν οι… παρενέργειες του πληθωρισμού και της ακρίβειας, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια νέα ελπιδοφόρα σελίδα στην οικονομία. Βρισκόμαστε μακριά από τους ασφυκτικούς κανόνες της δημοσιονομικής προσαρμογής και των πρωτογενών πλεονασμάτων και μακάρι η χαλαρότητα να επεκταθεί και το 2023. Αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή παγκόσμια ρευστότητα, θα δώσει την ευκαιρία στην ελληνική οικονομία να χτίσει ισχυρά θεμέλια. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι κι εμείς θα αξιοποιήσουμε την ευκαιρία. Η ανάπτυξη που στηρίζεται μόνο στην κατανάλωση δεν μπορεί να σε οδηγήσει μακριά.
Αντίθετα, αν συνδυαστεί με επενδύσεις σε τομείς όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα, θα έχουμε κερδίσει ένα κρίσιμο στοίχημα. Το γνωστό κλισέ «να κάνουμε την κρίση ευκαιρία» αυτήν τη φορά μπορεί να αποδειχτεί ρεαλιστικό, ακόμη και για τη χώρα μας που έχει παράδοση στις… χαμένες ευκαιρίες.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα γίνει με την πανδημία, αλλά τουλάχιστον ας γιατρέψουμε την οικονομία.