Το κείμενο αυτό γράφτηκε λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, συνεπώς δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμά τους. Αυτό που γνωρίζουμε είναι οι προβλέψεις των δημοσκόπων, οι οποίες αν επαληθευτούν δίνουν μερικά βασικά συμπεράσματα:

Πρώτον, ότι οι ψηφοφόροι είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από την κυβέρνηση Μητσοτάκη απ’ ό,τι είναι από την αντιπολίτευση Ανδρουλάκη και Κασσελάκη αθροιστικά.

Δεύτερον, ότι πολλοί ψηφοφόροι προτίμησαν να απέχουν επιδεικτικά παρά να διαλέξουν μεταξύ επιλογών που δεν τους ικανοποιούν.

Τρίτον, ότι αρκετοί ψηφοφόροι επέλεξαν λαϊκιστικά ή ακραία κόμματα.

Τα συμπεράσματα αυτά, αν τα δει κανείς συνολικά, σκιαγραφούν το πολιτικό πρόβλημα που έχει η χώρα και το οποίο συνοψίζεται στην έλλειψη εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης και στην αποδοκιμασία του συστημικού πολιτικού κόσμου.

Οι ψηφοφόροι δεν έχουν υιοθετήσει το σύνθημα των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, δηλαδή ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, που είναι «να φύγει ο Μητσοτάκης». Δεν ανταποκρίνονται σε ένα κάλεσμα το οποίο δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής και συγκεκριμένες δράσεις για τη διακυβέρνηση της χώρας. Με λίγα λόγια, οι ψηφοφόροι δεν αρκούνται στο επιχείρημα «ψηφίστε μας για να φύγει ο Μητσοτάκης», θέλουν να ακούσουν τι καλύτερο έχουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τους προτείνουν. Και δεν το έχουν ακούσει μέχρι σήμερα.

Η αδυναμία λοιπόν της αντιπολίτευσης είναι που δημιουργεί το πολιτικό πρόβλημα στη χώρα και όχι η ισχύς της κυβέρνησης, όπως ισχυρίζονται οι αντιπολιτευόμενοι ηγέτες.
Το πρόβλημα αυτό -που υποθέτω θα απεικονίζεται στα σημερινά ποσοστά των ευρωεκλογών, αν δεν πέσουν εντελώς έξω οι δημοσκοπήσεις- δεν μπορούν να το λύσουν ούτε οι ψηφοφόροι, ούτε φυσικά η ίδια η κυβέρνηση. Πρέπει να το λύσουν τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης που θέλουν κάποια στιγμή -μάλλον μακρινή- να κερδίσουν τις εθνικές εκλογές.
Και δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται με το να τα βρουν Κασσελάκης – Ανδρουλάκης και να κατέβουν στις επόμενες εκλογές σε έναν συνασπισμό σκοπιμότητας.

Η δημιουργία ενός ισχυρού πολιτικού κόμματος, που θα προσφέρει στους πολίτες μια εναλλακτική προοπτική και το οποίο θα μπορέσει να διεκδικήσει σε εθνικές εκλογές την κυβέρνηση, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της κατάρτισης ενός πολύ προσεκτικά διαμορφωμένου προγράμματος, με σαφείς και κατανοητές προτάσεις για όλα τα ζητήματα, το οποίο θα στηρίζεται και θα διαδίδεται από ικανά στελέχη με σαφώς προσδιορισμένο ρόλο.
Το μοντέλο του ηγετικού κόμματος, ενός κόμματος που σαρώνει στις εκλογές εξαιτίας της προσωπικότητας του ηγέτη του, δεν είναι ρεαλιστικό αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πια προσωποκεντρικό κόμμα και δεν μπορεί να γίνει, δεν είναι το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη, ενώ ο Στέφανος Κασσελάκης έχει καβαλήσει στο όνομα ενός κόμματος που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, αλλά που δεν υπάρχει πια, αφού έχει χάσει και την ιδεολογία του και τα στελέχη του και δεν έχει πολιτική ταυτότητα.
Τα δύο αυτά κόμματα δεν έχουν καταφέρει να προσφέρουν εναλλακτική πρόταση στον ψηφοφόρο -αν μπορούσαν, θα φαινόταν στις εκλογές- και σε περίπτωση που συνασπιστούν ως αντι-μητσοτακική δύναμη, δεν μπορούν να διασφαλίσουν ότι θα συνυπάρξουν αρμονικά και θα κυβερνήσουν με σταθερότητα. Το πείραμα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., ή Τσίπρα – Καμμένου, για όποιους το προτιμούν, απέδειξε ότι τέτοιου είδους συγκυριακές κομματικές συμμαχίες είναι συνταγή καταστροφής.

Η έλλειψη λοιπόν εναλλακτικής κυβερνητικής επιλογής είναι το πολιτικό πρόβλημα που έχει σήμερα η χώρα και πρέπει να το λύσει η αντιπολίτευση και κανένας άλλος. Από τη μεριά του, ο Μητσοτάκης πρέπει να αντιμετωπίσει όλα τα άλλα προβλήματα τα οποία παραμένουν ή και διογκώνονται. Τα προβλήματα -τα περισσότερα είναι δομικά και χρόνια- αφορούν την οικονομία, την ασφάλεια του πολίτη, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, την Υγεία, τις υποδομές, σχεδόν τα πάντα δηλαδή.

Η αγορά ελέγχεται από καρτέλ – το έχει επανειλημμένως πει και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Τα καρτέλ δεν βρίσκονται μόνο στις τράπεζες τις οποίες εποπτεύει ο Στουρνάρας, βρίσκονται στις λιανικές πωλήσεις, βρίσκονται στη βιομηχανία τροφίμων, βρίσκονται στις τηλεπικοινωνίες, βρίσκονται στις κατασκευαστικές εταιρείες, βρίσκονται στις μεταφορές, βρίσκονται στην ιδιωτική υγεία και στην ιδιωτική ασφάλιση, βρίσκονται κυριολεκτικά παντού.
Οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας του καταναλωτή και διασφάλισης του ανταγωνισμού είναι σχεδόν ανύπαρκτες – ορισμένοι θεωρούν ότι δρουν συγκαλυπτικά.
Η Δικαιοσύνη σέρνεται με ρυθμό χελώνας, η Παιδεία είναι κυριολεκτικά για κλάματα, η γραφειοκρατία δεν παραδίδει τα όπλα, η διαφθορά βασιλεύει στις δημόσιες υπηρεσίες.

Η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, δεν έχει λάβει καμία μέριμνα για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής, δεν δημιουργεί υποδομές, δεν έχει διαμορφώσει ένα ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον, οι ξένες επενδύσεις έχουν βραχύ ορίζοντα και δεν προσφέρουν προστιθέμενη αξία, οι Ελληνες αποφεύγουν να επενδύσουν, οι μικρομεσαίοι διώκονται.
Εκτός από τα καρτέλ, στη χώρα δρουν, ανενόχλητες σχεδόν, πολλές μαφίες κάθε είδους και η Αστυνομία δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, όπως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε την εγκληματικότητα.

Αυτά είναι μερικά από τα πάρα πολλά που θα πρέπει να διορθώσει η κυβέρνηση, αν θέλει να γίνει τόσο καλή όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να πιστεύει ότι είναι. Δυστυχώς δεν φαίνεται μέχρι στιγμής ότι έχει τη δυνατότητα να λύσει κάποιο έστω από αυτά τα προβλήματα, ίσως νιώθει ότι αφού δεν απειλείται από την αντιπολίτευση δεν χρειάζεται να κάνει κάτι.

Κι έτσι, επανερχόμαστε στο πολιτικό πρόβλημα που είναι η αδυναμία της αντιπολίτευσης να προσφέρει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να πέφτει σε μια αλαζονική αδράνεια.
Με το κλείσιμο λοιπόν αυτού του κύκλου ευθυνών κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, το μόνο βέβαιο είναι ότι τα προβλήματα θα μείνουν άλυτα κι εμείς θα μείνουμε με την ελπίδα – που ως γνωστόν πεθαίνει τελευταία.