Τα στατιστικά στοιχεία που δίνονται στη δημοσιότητα δείχνουν ότι -παρά τις αντιξοότητες στην εξωτερική ζήτηση, που δημιουργούν ο πληθωρισμός και οι πολεμικές συγκρούσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή- το 2024 μπορεί να εξελιχθεί σε χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό. Στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος” η κίνηση στο επτάμηνο 2024 έφθασε 17,62 εκατ. επιβάτες, σημειώνοντας άνοδο της τάξης του 14,6%, ενώ ο αριθμός των πτήσεων εσωτερικού, όσο και των διεθνών πτήσεων, κατέγραψαν άνοδο 5,5% και 17,8% σε σχέση με το 2023. Στα 14 αεροδρόμια που διαχειρίζεται η Fraport, η επιβατική κίνηση το επτάμηνο είναι +9,5% με 42,5 εκατ., έναντι 38,8 εκατ. το διάστημα Ιανουαρίου Ιουλίου 2023. Στα 24 αεροδρόμια που διαχειρίζεται η ΥΠΑ τα στατιστικά στοιχεία για το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024 παρουσιάζουν άνοδο 5%. Και τα στοιχεία του ΣΕΤΕ καταγράφουν, για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, 14,4 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, ξεπερνώντας τα επίπεδα του αντίστοιχου διαστήματος του 2023 κατά +8,2%, με 1,1 εκατ. επιπλέον αφίξεις.

Πρόκειται για επιδόσεις που δικαιολογημένα δημιουργούν αισιόδοξες προβλέψεις πως φέτος ο αριθμός των επισκεπτών θα φτάσει στο επίπεδο των 36 εκατ. σημειώνοντας αύξηση 10% σε σχέση με το 2023. Νέο ρεκόρ φέτος στον τουρισμό προβλέπουν οι οικονομολόγοι της Alpha Bank, καθώς -όπως επισημαίνουν σε σχετική ανάλυση της τράπεζας- η διαδικτυακή φήμη της Ελλάδας ως προορισμού καταλαμβάνει μία από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη, ενώ το επίπεδο ικανοποίησης των επισκεπτών παρέμεινε σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Δεν είναι όμως μόνον τα ισχυρά μεγέθη που κατακτά ο ελληνικός τουρισμός, όσο τα ποιοτικά στοιχεία που εντοπίζει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας σε σχετική μελέτη της και την κάνει να υποστηρίζει ότι πίσω από τα ψηλά αυτά νούμερα κρύβεται μια λιγότερο «θορυβώδης» αλλά περισσότερο ουσιαστική εξέλιξη: O ελληνικός τουρισμός σταδιακά αλλάζει και κάνει μια μετάβαση με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας σε ένα λιγότερο εποχικό μοντέλο.

Πέρα από τα ρεκόρ επιδόσεων, αυτό που χαρακτηρίζει τη χρονιά, σύμφωνα με τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, είναι η εμφανής τάση μείωσης της εποχικότητας με οδηγό την άνοιξη. Ειδικότερα, στην εαρινή περίοδο καταφέραμε να αυξήσουμε μερίδιο ως προς τις αφίξεις του προηγούμενου δωδεκαμήνου (Ιούνιος 2023-Μάιος 2024) κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (16% από 14% το 2023), σημειώνοντας ιστορικό υψηλό περιόδου στις αφίξεις, οι οποίες έφθασαν τα 5 εκατ. τουρίστες (1 εκατ. υψηλότερα σε σχέση με την άνοιξη 2023). Παράλληλα, στη μελέτη της ΕΤΕ επισημαίνεται ότι η διαφαινόμενη αυτή τάση έχει τα εχέγγυα να διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα καθώς η επιτάχυνση της άνοιξης είχε ευρεία βάση στήριξης μεταξύ αεροπορικών και οδικών αφίξεων (21% και 20% ετησίως αντίστοιχα) καθώς και μεταξύ αγορών προέλευσης (εύρος ανόδου 22-24%). Οι οικονομολόγοι της Εθνικής σημειώνουν ότι η δυναμική είναι πιο περιορισμένη όσον αφορά την περίοδο του Φθινοπώρου, καθώς το μερίδιο της χώρας στη χρονιά είναι κοντά στον μεσογειακό μέσο όρο (25%).

Επιπλέον συμβατές με τη μετάβαση σε ένα νέο – λιγότερο εποχικό – μοντέλο τουρισμού είναι και οι διαφαινόμενες αλλαγές στις προτιμήσεις των τουριστών, όπως αναδεικνύει η Έρευνα Συγκυρίας της Εθνικής Τράπεζας σε δείγμα ελληνικών ξενοδοχείων. Βασικό εύρημα της έρευνας είναι το αυξημένο ενδιαφέρον των τουριστών για τοπικές δραστηριότητες και προϊόντα, σε αντιδιαστολή με την εξασθένηση του ενδιαφέροντος για all-inclusive υπηρεσίες που συνδέονται με τον μαζικό καλοκαιρινό τουρισμό. Υπό αυτή την οπτική, λένε οι αναλυτές της ΕΤΕ, είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το 44% του τομέα ακολουθεί ήδη δράσεις προσαρμογής στις νέες ανάγκες, ενώ ένα επιπλέον ¼ έχει σχετικό σχεδιασμό.

Τέλος, καταλήγουν ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης της εποχικότητας, ειδικά όσον αφορά την περίοδο της άνοιξης, καθώς η Ελλάδα απέχει ακόμη σημαντικά από το εποχικό προφίλ των υπολοίπων μεσογειακών χωρών.