Το 2024, σε μεγάλο βαθμό, επιτεύχθηκαν οι οικονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί με τον προϋπολογισμό. Η ανάπτυξη ένα από τα κρίσιμα μεγέθη, θα κλείσει στο 2,3%, ποσοστό από τα υψηλότερα στην ΕΕ και γι’ αυτό τα εύσημα από διεθνείς οίκους και οικονομικούς αναλυτές (μόλις χθες ο economist κατέταξε την Ελλάδα στο top 5 των οικονομιών παγκοσμίως). Η καλή πορεία θα πιστοποιηθεί και τις προσεχείς ημέρες καθώς η χώρα μας θα πληρώσει μια τριπλή δόση για το μνημονιακό χρέος ύψους 7,93 δισ. ευρώ , κίνηση που θα εκτιμηθεί από τις αγορές. Η ανεργία αν και πολύ υψηλά ακόμα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ κινείται πάντως μετά από πολλά χρόνια κάτω από το 10% ενώ γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια στο πεδίο αυξήσεων των μισθών παρότι ο δρόμος για να φθάσουμε στα μέσα επίπεδα της ΕΕ είναι ακόμα μακρύς. Στα αρνητικά φυσικά είναι ο πληθωρισμός που επιμένει να κινείται πέριξ του 3% και η συνακόλουθη ακρίβεια που περιορίζει την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Τι όμως μπορούμε να περιμένουμε από τη νέα χρονιά που μπαίνει σε τρεις εβδομάδες; Θα είναι το ίδιο καλή και ελπιδοφόρα για την κοινωνία; Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν από τώρα πολλοί αδιευκρίνιστοι παράγοντες που εν πολλοίς θα καθορίσουν την πορεία της οικονομίας και οι περισσότεροι εξωγενείς. Και πρώτα από όλα είναι το γεγονός της αλλαγής Διοίκησης στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Και μόνο τα μισά από όσα έχει πει μέχρι τώρα ο εκλεγμένος πρόεδρος Τραμπ από τους δασμούς και στα ευρωπαϊκά προϊόντα μέχρι την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, αν εφαρμόσει, θα δημιουργήσει τεράστιες αναταράξεις στις Ευρωπαϊκές οικονομίες που βεβαίως δεν θα μας αφήσουν ανεπηρέαστους. Επιπρόσθετα όπως επισημαίνουν οι επιχειρηματίες που είναι υποχρεωμένοι για το καλό των επιχειρήσεων τους να προβλέπουν σωστά, το τοπίο είναι θολό για το 2025 λαμβάνοντας υπόψη τόσο τον αμερικανικό παράγοντα όσο και τους πολέμους και τις γεωπολιτικές αναδιατάξεις στην ευρύτερη περιοχή μας. Αστάθμητοι παράγοντες που μπορεί να εξελιχθούν από το καλό μέχρι το χείριστο σενάριο και γι’ αυτό η μεγάλη επιφυλακτικότητα σε ανοίγματα και επενδύσεις.
Ο συζητούμενος προϋπολογισμός έχει πολλά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και προβλέπει σημαντικές παροχές στην κοινωνία υπό την προϋπόθεση βέβαια πως θα συνεχισθεί η ανάπτυξη με ρυθμό πάνω από 2% και τα έσοδα θα αφήνουν δημοσιονομικά περιθώρια. Μένει να αποδειχθεί και μακριά από τα κακά σενάρια για την παγκόσμια οικονομία και τις αρνητικές εκπλήξεις.
Η μεγάλη εικόνα πάντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την έλλειψη ηγετών, που μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, την έλλειψη πολιτικής πυξίδας της Ένωσης που σύρεται από τα γεγονότα χωρίς δύναμη παρέμβασης και η έλλειψη οραματικών πολιτικών, είναι ό,τι το χειρότερο στην παρούσα φάση. Τώρα που γιγαντώνονται τα λαϊκίστικά ακροδεξιά κόμματα, απειλείται ευθέως η συνοχή της ΕΕ και περιορίζεται η δυνατότητα λήψης των απαραίτητων αποφάσεων που θα την καθιστούν και πάλι σημαντικό παράγοντα στη διεθνή σκακιέρα.
Κατόπιν τούτων είναι σαφές πως δεν είναι μόνο στο χέρι μας η συνέχιση της ανοδικής πορείας της οικονομίας από την οποία ευελπιστούμε οφέλη όλοι. Εξαρτόμαστε άμεσα από τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο και η παρούσα ρευστότητα σε πολλά μέτωπα, είναι μοιραίο να μας κάνει επιφυλακτικούς για τη νέα χρονιά τουλάχιστον μέχρι να δούμε τα πρώτα δείγματα γραφής των μεγάλων παικτών της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής σκηνής.