Οι επενδύσεις στην Ελλάδα ακολουθούν την ανιούσα παρά το αρνητικό διεθνές κλίμα, τις ακραίες οικονομικές συγκυρίες, τα υψηλά ενεργειακά ρίσκα και τα διογκούμενα επιτόκια. Η κυβέρνηση εκτιμά για το 2022 το συνολικό ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων στα 7 δισ. ευρώ, ενώ το ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι οι επενδύσεις θα τονωθούν φέτος από 13% έως και 15%, προβλέποντας επίσης αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3%, των εξαγωγών κατά 13-15%, των εισαγωγών από 11% έως 13%, καθώς και μείωση της ανεργίας στο 12% με 12,4%.
Κι όλα αυτά ενώ το κόστος χρήματος ακριβαίνει, ο πληθωρισμός καταγράφει ρεκόρ δεκαετιών με… οδηγό την ενέργεια και η αγωνία για την έκβαση της ρωσο-ουκρανικής κρίσης να βρίσκεται στο αποκορύφωμά της.
Ωστόσο, το επενδυτικό κοινό εστιάζει την προσοχή του και σε μια σειρά άλλων παραμέτρων, καθιστώντας το «ισοζύγιο προθέσεων» θετικό για την επόμενη μέρα της οικονομίας. Πρόκειται για την περαιτέρω ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, την αναμενόμενη θέσπιση νέων εργαλείων αντιστάθμισης του υψηλού κόστους δανειοδότησης, την αξιοποίηση των προγραμμάτων του νέου ΕΣΠΑ, όπως και της νέας ΚΑΠ, τον ενεργό ρόλο της ΕΤΕπ, της ΕΑΤ, της EBRD, καθώς και των τραπεζών, όπως και την εκτέλεση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, με το επενδυτικό ενδιαφέρον να διατηρείται αμείωτο.
Προφανώς και η «επιμονή» ξένων funds και διεθνών επενδυτικών ομίλων για την Ελλάδα, βασίζεται στο γεγονός ότι τα επενδυτικά τους πλάνα έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ξεπερνώντας έτσι τα όποια βραχυπρόθεσμα εμπόδια. «Πιστώνουν», βέβαια, στην Ελλάδα και τη διάχυτη βεβαιότητα ότι το 2023 θα ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα, όπως και το γεγονός ότι εδώ και χρόνια διασφαλίζει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
Πολλαπλασιαστικά στη θετική εικόνα που εκπέμπει η χώρα διεθνώς αποτελεί, επίσης, η προσπάθεια που καταβάλλεται το δημόσιο να καταστεί ταχύτερο, αποδοτικότερο, περισσότερο ευέλικτο και διαφανές, μέσα από την ψηφιακή του μετάβαση, η οποία επιδιώκεται με την ψηφιοποίηση, έως σήμερα, περίπου 1.500 διαδικασιών του δημοσίου, όπως και με τη σύσταση του Εθνικού Μητρώου Διαδικασιών – Μίτος». Στο Μητρώο αυτό θα αποτυπωθεί πλήρως ο τρόπος, ο χρόνος και το κόστος υλοποίησης των διαδικασιών του δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα να βελτιωθούν θεαματικά οι σχέσεις μεταξύ της δημόσιας διοίκησης και του επιχειρείν.
Τα βήματα προόδου της ελληνικής οικονομίας, όπως και του δημόσιου τομέα, προφανώς και έχουν γίνει ορατά και από τους Γερμανούς επενδυτές, οι οποίοι αναγνωρίζοντας τις προοπτικές του ΑΕΠ της Ελλάδας, διαρκώς μεγεθύνουν το “αποτύπωμά” τους στην εγχώρια αγορά. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν το Κέντρο Πληροφορικής και Λογισμικού (Telekom IT hub) της Deutsche Telecom στη Θεσσαλονίκη, όπως και η σύμπραξη της RWE με τα ΕΛΠΕ στον τομέα των παράκτιων αιολικών πάρκων. Πρόκειται για έναν νέο κύκλο πρωτοβουλιών που ενισχύουν την ήδη ισχυρή παρουσία γερμανικών επενδυτικών ομίλων στην Ελλάδα, με μακρά, διαχρονική, πιστή και με τη μεγάλη διάχυση επενδυτική δράση στη χώρα.
Οι πρωτοβουλίες αυτές ήταν που ανέδειξαν τη γερμανική οικονομία σε στρατηγικό επενδυτικό εταίρο της Ελλάδας, δεδομένου ότι από το 2001 μέχρι και το 2020, οι καθαρές άμεσες επενδύσεις από τη Γερμανία διαμορφώθηκαν στα 5,6 δισ. ευρώ κατατάσσοντάς την, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα σε όρους συνολικών κεφαλαίων. Επίσης, η συνολική συμβολή των επιχειρήσεων-μελών του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου εκτιμάται, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, σε 3,9% του ΑΕΠ το 2020, ενισχυμένη σε σύγκριση με το 2019 (3,3% του ΑΕΠ), ενώ για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας από τη λειτουργία και τις επενδύσεις των εταιρειών-μελών δημιουργούνται άλλα 0,5 ευρώ ΑΕΠ σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας (1,5 ευρώ συνολικά).
Είναι βέβαιο ότι η Γερμανία θα διατηρήσει την πρωτιά αυτή, με το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο να συνδράμει με όλες τις δυνάμεις του, δρώντας ως «γέφυρα» επικοινωνίας μεταξύ των δύο χώρων, για τη στήριξη των διμερών επενδυτικών και εν γένει οικονομικών σχέσεων.