Εάν υποθέσουμε ότι ο Αρειος Πάγος απορρίψει το κόμμα που εκπροσωπεί, ως παρένθετο, τη Χρυσή Αυγή και εντέλει οι ψηφοφόροι του δεν συγκεντρώσουν πάνω από 3% ώστε κάποιο παρόμοιο κόμμα να μπει στη Βουλή, έχουμε πιθανότητες να προκύψει -πάντα στη δεύτερη κάλπη- αυτοδυναμία
Αφού βέβαια θεωρήσουμε ως βάση υπόθεσης (και αποδειχθεί στην πράξη) ότι οι δημοσκόποι δεν πέφτουν έξω και όντως σήμερα η Ν.Δ. βρίσκεται στην περιοχή του 34% και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 29%, με αναγωγές αναποφάσιστων και μάλιστα όχι αναλογικές, λίγο πιο συγκρατημένες για το πρώτο κόμμα. Δηλαδή είναι αρκετά πιθανό να πάει η Ν.Δ. από το 34% στο 37%, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ αναλογικά στο 32%, που ήταν και το ποσοστό του το 2019, και κατά κάποιο τρόπο να «βρεθεί» η αυτοδυναμία. Θεωρώ ότι αν ο Μητσοτάκης πάρει πάνω από 36% στη δεύτερη κάλπη, δύσκολα θα χάσει μια δεύτερη ευκαιρία στη διακυβέρνηση.
Θα ήταν βέβαια, αν όχι εξίσου, σχετικά απλούστερα τα πράγματα αν ο κ. Ανδρουλάκης είχε τοποθετηθεί διαφορετικά στο ενδεχόμενο μη αυτοδυναμίας. Αλλά ο ίδιος έχει την άποψή του. Και φυσικά η άποψή του είναι απολύτως σεβαστή, εκφράζεται και σήμερα με συνέντευξή του στο «Πρώτο ΘΕΜΑ» και ξεκαθαρίζει ότι δεν επιθυμεί να συμπράξει σε κυβέρνηση υπό τον κ. Μητσοτάκη ή τον κ. Τσίπρα ό,τι και να γίνει.
Περιγράφει μάλιστα (αρκετά) τα χαρακτηριστικά του τρίτου προσώπου που μπορεί να προτείνει για πρωθυπουργό (πολιτικά αυτόνομος, αξιόπιστος, με διεθνές κύρος και όραμα κ.λπ.) και επαναλαμβάνει ότι αν ο λαός δεν του δώσει διψήφιο ποσοστό δεν επιθυμεί ουσιαστικά να παίξει ο ίδιος ρόλο, δηλαδή να συμμετάσχει σε κυβέρνηση κ.λπ. Προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτή η προϋπόθεση που βάζει, να είναι το ΠΑΣΟΚ διψήφιο, είναι μεν προς τιμήν του κ. Ανδρουλάκη, γιατί λέει εμμέσως ότι δεν θα είναι ηθικά και πολιτικά ορθό να «καθορίζει εξελίξεις» στη χώρα ένα κόμμα που δεν έχει τουλάχιστον το 10% των ψηφοφόρων μαζί του. Στην «εφαρμοσμένη πολιτική» μού φαίνεται λίγο υπερβολικό.
Με αυτά και με εκείνα, για να μπούμε όμως στην ουσία, φαίνεται ότι στις 2 Ιουλίου αν δεν έχει το πρώτο κόμμα αυτοδυναμία ή έστω κάτι λιγότερο, δεν θα έχουμε κυβέρνηση. Και όταν λέμε κυβέρνηση, θεωρούμε έναν ικανό αριθμό βουλευτών πάνω από τους 150, που να εργάζονται κάτω από έναν ενιαίο, δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό και όχι με ένα «προϊόν συμφωνίας πολλών κέντρων», ο οποίος φυσικά και δύναμη δεν θα έχει και ημερομηνία λήξης (…σαν το γάλα) θα έχει.
Θα πει κάποιος έχουμε προηγούμενο τη συγκυβέρνηση Σαμαρά -Βενιζέλου που κυβέρνησε κοντά τρία χρόνια και την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου που κράτησε από το 2015 έως το 2019. Σωστά, αλλά και οι δύο είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είχαν πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος και οι κυβερνητικοί εταίροι, δηλαδή οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος και Τσίπρας και Καμμένος, «είχαν χημεία» και όλοι ήθελαν τη διακυβέρνηση, κάτι που δεν φαίνεται κατ’ ουδένα τρόπο σήμερα με τους αρχηγούς της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ.
Σε αυτή την περιγραφόμενη εικόνα πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν ότι αυτή η επερχόμενη τετραετία δεν είναι ίδια με τούτη που παρέρχεται, έχουμε μπροστά μας τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε περίπου έναν χρόνο, δημοτικές και περιφερειακές το φθινόπωρο και ευρωεκλογές τον Μάιο του 2024. Συνεπώς, κυβέρνηση με «ναι μεν, αλλά» από τον συγκυβερνήτη, ή «κυβέρνηση-κουρελού», ή patchwork (που τη λέει χαριτολογώντας ο κ. Τσίπρας), μάλλον μοιάζει με «κυβέρνηση-πατσαβούρα». Και μια χώρα σε περιπέτεια…