Για όλους τους υπόλοιπους, βέβαια, πλην των ίδιων των οικογενειών των ανθρώπων που «έφυγαν» εκείνη τη νύχτα, όπου η ζωή προφανώς έχει σταματήσει εκεί.
Είναι απολύτως ανθρώπινο, σαφές και κατανοητό ό,τι συμβαίνει αυτές τις ημέρες, τουλάχιστον από τους οικείους των 57 θυμάτων, ακόμα και αν ορισμένα από αυτά που ακούγονται δεν έχουν βάση ή λογική. Ποιος άνθρωπος μπορεί να… κρατάει τη λογική του όταν έχασε το παιδί του σε ένα δρομολόγιο τρένου γιατί δεν υπήρχε σύστημα ασφαλείας που να σταματάει τη μετωπική πρόσκρουση ή έστω κανονικοί σταθμάρχες που να το αποτρέψουν εν έτει 2023;
Πριν πάμε στην ουσία της τραγικής υπόθεσης του δυστυχήματος, να ξεκαθαρίσουμε ότι θα ήταν πολύ βολικό για την κυβέρνηση τότε να βρισκόταν ότι στο μοιραίο τρένο υπήρξε παράνομη μεταφορά λαθραίων και επικίνδυνων εύφλεκτων υλών, γιατί έτσι θα μπορούσαν να «φορτώσουν» την έκρηξη στην ιδιωτική εταιρεία που έχει αγοράσει τον ΟΣΕ και μάλιστα όχι επί Ν.Δ., αλλά επί ΣΥΡΙΖΑ. Αρα δεν είχαν κανέναν λόγο ούτε να το κρύψουν, ούτε και να μαζέψουν τα συντρίμμια νωρίτερα, παρά μόνο προεκλογικά, για να μη φαίνεται η δραματική εικόνα.
Τα αίτια της συντριβής είναι ξεκάθαρα και επίσης οι ευθύνες είναι δεδομένες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Φταίνε άνθρωποι που έκαναν λάθος και φυσικά η κρατική εταιρεία ελέγχου των υποδομών, δηλαδή των σιδηροδρομικών γραμμών, που δεν είχαν επιπλέον δικλίδες ασφαλείας και για τα ανθρώπινα λάθη και αμέλειες, αλλά και το κλασικό σύστημα τηλε-ασφάλειας που δεν έχει ολοκληρωθεί εδώ και μια δεκαετία.
Ολα αυτά θα τα βρει η Δικαιοσύνη, ή ελπίζουμε όλοι να τα βρει – και μάλιστα πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι τα βρήκε στην περίπτωση της άλλης μεγάλης σύγχρονης τραγωδίας στο Μάτι. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να είχε περισσότερη συστολή στον λαϊκισμό του με τα Τέμπη, αφού εκεί -στο Μάτι- οι ευθύνες των ιθυνόντων δεν ήταν και τόσο γενικές, όλη η Δημόσια Διοίκηση (Πολιτική Προστασία, Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό, δήμαρχοι, περιφερειάρχης κ.λπ.) έκανε τραγικά λάθη από το μεσημέρι που έπιασε η φωτιά έως αργά τη νύχτα που δεν έστειλαν αρκετές βάρκες να μαζέψουν τον κόσμο. Τέλος πάντων, σήμερα, οι ευθύνες από τη Δικαιοσύνη θα αποδοθούν πολύ νωρίτερα, αφού η δίκη θα αρχίσει τον Ιούνιο και όχι μετά από έξι χρόνια όπως εκείνη του Ματιού, με νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και όχι τυχαία.
Ας πάμε τώρα στην ουσία, που πέραν της απονομής δικαιοσύνης ενδιαφέρει όλη την κοινωνία, αν δηλαδή αυτή την ώρα το τρένο, ένα φτηνό λαϊκό μέσο που μέχρι πριν το δυστύχημα το χρησιμοποιούσαν κυρίως τα νέα παιδιά, οι φοιτητές, αλλά και οι πιο αδύναμοι οικονομικά πολίτες, είναι ένα ασφαλές μέσο μεταφοράς. Ολες αυτές τις ημέρες ακούσαμε αρκετά για τα Τέμπη, αλλά δεν ακούσαμε από τους αρμόδιους μια ξεκάθαρη, λεπτομερή περιγραφή για το τι έχει γίνει προκειμένου να γίνουν τα τρένα ασφαλή και να μην ξανασυμβεί ένα δυστύχημα. Δεν νιώσαμε ασφαλείς ούτε λεπτό για το τι έχει αλλάξει.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ μετά το τραγικό περιστατικό η κυβέρνηση έτρεξε την περιβόητη σύμβαση 717 για να ολοκληρώσει την τηλεδιοίκηση, ήρθε η καταστροφή με τις πλημμύρες της Θεσσαλίας (Daniel) και ισοπεδώθηκε σχεδόν το μισό σιδηροδρομικό δίκτυο. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, από τις καταστροφές του Daniel ήταν να ξαναγυρίσει το έργο της τηλε-ασφάλειας των σιδηροδρόμων μερικά χρόνια πίσω, δηλαδή να χρειαστεί μία επιπλέον διετία για να ολοκληρωθεί (δείτε σχετικό ρεπορτάζ στη σημερινή κυριακάτικη έκδοση), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα τρένα δεν είναι ασφαλή, αφού τέτοια ηλεκτρονικά συστήματα αυτόματου ελέγχου και αποτροπής συγκρούσεων δεν υπήρχαν τόσες δεκαετίες που δεν είχαν γίνει σοβαρά δυστυχήματα στα τρένα. Εδώ και 160 χρόνια τηρείται ο γενικός κανονισμός κυκλοφορίας στα τρένα, ανάλογος κανονισμός ισχύει σε κάθε μέσο μεταφοράς από τα αεροπλάνα έως τα καράβια και φυσικά τα αυτοκίνητα. Πόσο αρκετό είναι αυτό όμως; Ενδεχομένως να είναι, αλλά πώς το γνωρίζουμε;
Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα πρέπει να εξηγηθούν με σαφήνεια από την κυβέρνηση και τους αρμόδιους υπουργούς στην κοινή γνώμη, γιατί οι πολίτες έχουν ανάγκη να γνωρίζουν τι κάνει το κράτος για να αποτρέψει την όποια πιθανότητα να ξαναγίνει ένα τέτοιο μεγάλο κακό και να επιχειρηθεί έστω και σταδιακά να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη και στο κράτος, αλλά και στο ίδιο το μαζικό μέσο μεταφοράς.