Ακόμη και αυτοί ,που υποστηρίζουν ότι το ενδιαφέρον για την προεδρική εκλογή θα σβήσει γρήγορα, διότι εκείνο που αναμένουν οι πολίτες είναι οι λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα, γνωρίζουν ότι η επιλογή των προσώπων αντανακλά κάθε φορά την στρατηγική στόχευση των πολιτικών κομμάτων και των ηγεσιών τους.
Στις 15 Ιανουαρίου του 2020 –έξι μήνες μετά τη μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές- ο αυτοδύναμος Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωνε την προερχόμενη ανώτατη δικαστικό με ιδιαίτερη απήχηση στην κεντροαριστερά (δηλαδή στην αντίπαλη παράταξη), Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Στην πρώτη κυβέρνησή του είχε δε αξιοποιήσει σε κρίσιμες θέσεις αρκετά στελέχη που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, ενώ στα περισσότερα βήματά του προσπαθούσε να προσδώσει χαρακτηριστικά από την τάση του «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού».
Πέντε χρόνια μετά, ακριβώς την ίδια ημέρα, επιλέγει τον νυν πρόεδρο της βουλής και εν ενεργεία βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Κώστα Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, κόβοντας κάθε δυνατότητα συναίνεσης με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ έχουν ήδη πάρει θέση για τη μάχη των εθνικών εκλογών, όπου δύσκολα η Νέα Δημοκρατία θα πετύχει μια εκ νέου μεγάλη αυτοδύναμη νίκη και το ΠΑΣΟΚ την πρώτη θέση ή την προσέγγιση αυτής.
Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον επικήδειο λόγο του για τον Κώστα Σημίτη να εστίασε στην «επιδίωξη ευρύτερων δυνατών συναινέσεων, βαδίζοντας συχνά και κόντρα στο ρεύμα, με ένα κόστος που πρέπει να καταβληθεί, ώστε το όφελος που θα προκύψει να είναι τέλος μεγαλύτερο», ωστόσο με την επιλογή του Κώστα Τασούλα δημιούργησε την εντύπωση ότι στην παρούσα φάση η Νέα Δημοκρατία δεν θέλει ή δεν μπορεί να βγει έξω από το κομματικό μαντρί. Μπορεί ο κ. Τασούλας να έχει μια μακρά και σημαντική διαδρομή και να εκλέχτηκε τρεις φορές με ευρύτατη πλειοψηφία στην προεδρία της βουλής, όμως το «στίγμα» του δεν εκφράζει το «σήμα» που εξέπεμψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την επιλογή του 2020.
Η επιλογή του δείχνει περισσότερο την ανάγκη για το γρήγορο κλείσιμο των εσωκομματικών μετώπων, προαναγγέλλει ενδεχομένως (όποτε κι αν γίνει) έναν «προεκλογικό» ανασχηματισμό και αφυδατώνει την διεκδίκηση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη όλο και περισσότερου χώρου στο Κέντρο, όπου κυριάρχησε καταρχάς στις εθνικές εκλογές του 2019. Ενδεχομένως και να σηματοδοτεί – αφού δημοσκοπικά σήμερα η αυτοδύναμη μάχη αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση για την Πειραιώς- την προοπτική κυβερνητικών συμμαχιών με κόμματα που βρίσκονται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί (και από την κυβερνητική παράταξη) που υποστήριζαν μέχρι χθες ότι η ενδεχόμενη επιλογή του Ευάγγελου Βενιζέλου ή ενός άλλου προσώπου με παρόμοια πολιτικά χαρακτηριστικά θα έκανε πιο εύκολη την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να εδραιωθεί στο Κέντρο. Βέβαια οι κυβερνήσεις κρίνονται συνήθως από το παραγόμενο έργο σε σχέση με τις προγραμματικές τους δηλώσεις.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε εγκαίρως ξεκαθαρίσει ότι θα ψήφιζε την πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη μόνο εάν «ταυτιζόταν» με την πολιτική παράδοση να προέρχεται από την αντίπαλη παράταξη της Νέας Δημοκρατίας. Είχε επισημάνει την ανάγκη να είναι συναινετική η επιλογή- δηλαδή να έχει ευρύτατη απήχηση και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η όποια διαφορετική επιλογή – όπως είχε δε τονίσει- θα οδηγούσε το ΠΑΣΟΚ στο να παρουσιάσει τη δική του υποψηφιότητα, προερχόμενη από το χώρο στον οποίο και απευθύνεται. Αυτό που επίσης είχε κάνει σαφές ήταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να στηρίξει την «προεδρική» επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζει μάλιστα τώρα ότι εφόσον η Νέα Αριστερά ταχθεί υπέρ της υποψηφιότητας της Κουμουνδούρου και ψηφίσει τη Λούκα Κατσέλη, τότε η επιλογή του ΠΑΣΟΚ θα λάβει πιθανότητα λιγότερες ψήφους και θα έρθει στην τρίτη θέση. Το επιχείρημα της Χαριλάου Τρικούπη είναι ότι τα επίδικα της υπόθεσης δεν έχουν να κάνουν με τους αριθμούς αλλά με την ουσία, τη βούληση των συναινετικών βημάτων για το ανώτατο πολιτειακό θεσμό και το πολιτικό μήνυμα στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Το στοίχημα του ΠΑΣΟΚ αφορά αναπόδραστα και στη δυνατότητά του σήμερα, να δείχνει με κάθε βήμα που επιχειρεί προς το Κέντρο και την Κεντροαριστερά που θέλει να εκφράσει και προς το σχέδιο που συγκροτεί προς τους επόμενους, ορατούς, κρίσιμους σταθμούς. Ένα από τα πρόσωπα με ιδιαίτερα υψηλό πολιτικό συμβολισμό, είναι αναμφίβολα ο Τάσος Γιαννίτσης, πρώην υπουργός στις κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη και του Λουκά Παπαδήμου.
Έχει μακρά πορεία ως οικονομικός σύμβουλος στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου- η αποδοχή εκ μέρους του να είναι υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας θα αποτελεί και την ετεροχρονισμένη πολιτική δικαίωσή του για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο του 2001, το οποίο είχε μπει στο ψυγείο μετά και από τις τότε έντονες εσωκομματικές αντιδράσεις. Στην εξόδιο ακολουθία του Κώστα Σημίτη ήταν ένας από τους τρεις φίλους του, που εκφώνησε επικήδειο, με τον οποίο ανέδειξε τη διαχρονική ανάγκη για προοδευτικά βήματα εκσυγχρονισμού της χώρας και της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Ο κ. Ανδρουλάκης, όσο και αν τον πιέζουν από την κυβερνητική παράταξη, δεν είναι «υποχρεωμένος» σε αυτή τη φάση να απαντήσει με ποιους ακριβώς θα συμμαχήσει για να κυβερνήσει- αφού ουδείς γνωρίζει την τελική διαμόρφωση των συσχετισμών στις επόμενες εθνικές κάλπες. Υποχρεούται όμως τώρα να περιγράψει με ενάργεια ποιο είναι σήμερα το προοδευτικό σχέδιο για τη χώρα, τι σημαίνει για τους πολίτες και την προοπτική αναβάθμισης της ζωής τους σε όλα τα επίπεδα.