Η ζωή όμως, όπως είναι γνωστό, ποτέ δεν γνωρίζει κανείς τι μπορεί να του επιφυλάσσει, αλλά αφού η στήλη δεν ασχολείται ούτε με τη φιλοσοφία ούτε με τη μοίρα και το ριζικό, ας πάμε στην καθημερινότητα. Σήμερα, λοιπόν, έτσι όπως όλα δείχνουν, η παρούσα κυβέρνηση θα ξοδέψει τη μισή της θητεία με τον κορωνοϊό, και καλά θα κάνει, πώς δηλαδή θα ξεμπλέξει η χώρα από την πανδημία με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες σε ζωές και οικονομική ζημιά.
Μέχρι τότε, δηλαδή έως ότου ξεπεραστεί η επίδραση του κορωνοϊού στη ζωή μας, διάστημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί επακριβώς, αλλά μοιάζει με κάτι σαν περίπου ένα έτος ακόμα, θα πρέπει να προετοιμαστούν, αλλά και να γίνουν αρκετά πολύ σημαντικά βήματα στην οικονομία για να μπορέσει η χώρα να ξαναμπεί σε τροχιά ανάπτυξης για το υπόλοιπο αυτής της θητείας και ενδεχομένως μιας δεύτερης «καθαρής θητείας», αν φυσικά την κερδίσει η κυβέρνηση.
Ενα από αυτά, ίσως το πιο κρίσιμο για την οικονομία, είναι οι τράπεζες. Το τραπεζικό σύστημα είναι ξεκάθαρο πλέον ότι δέχτηκε τη χαριστική βολή από την πανδημία. Δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ακόμα και ο περιπτεράς που τρέχει μια μικρή (καθ’ όλα αξιοσέβαστη) επιχείρηση γνωρίζει ότι οι τράπεζες δεν κάνουν τίποτα πια, διαχειρίζονται ουσιαστικά τις καταθέσεις του κόσμου.
Δεν «πουλάνε λεφτά με τόκο», που είναι η βασική τους δουλειά, και κυρίως αργούν τρομακτικά να κάνουν όλα όσα πρέπει να κάνουν για να καταλήξουν κάποτε να μπορούν να κάνουν αυτή την τόσο απαραίτητη δουλειά στο οικονομικό σύστημα που λειτουργεί όλος ο πλανήτης πια. Να χρηματοδοτούν την αγορά (πάντα με το κέρδος που τους αναλογεί) και να παράγουν έτσι ανάπτυξη για τη χώρα.
Τα κόκκινα δάνεια τις πνίγουν, στα φόρτε της κρίσης ήταν περί τα 110 δισ. ευρώ, τώρα είναι ακόμα πολύ ψηλά -περί τα 61 δισ. ευρώ- και έρχονται και άλλα 8-10 δισ. φρέσκα από την κρίση της πανδημίας, χωρίς αυτή να έχει λήξει. Οι διαδικασίες απεμπλοκής είναι δύσκολες, δεν είναι ενιαίες για όλους και τα συμφέροντα τεράστια στα διεθνή funds που ασχολούνται «με πολύ γαμψά νύχια».
Οι τραπεζίτες όλο αυτό το σύνθετο και επικίνδυνο πλαίσιο δείχνουν ανήμποροι να το διαχειριστούν ή δεν έχουν κατεύθυνση. Οποιος «προχωράει μπροστά» και πουλάει δάνεια για να εκκαθαρίσει το χαρτοφυλάκιό του θεωρείται ύποπτος για παράνομη ή χαριστική συναλλαγή, ενώ όποιος δεν κάνει τίποτα, ναι μεν έχει το κεφάλι του ήσυχο, αλλά βαλτώνει, με αποτέλεσμα σε λίγο να… του μείνει η τράπεζα στα χέρια.
Η λύση στο μείζον αυτό ζήτημα που παραλύει την οικονομία δεν είναι καθόλου απλή (σ.σ.: ούτε φυσικά μπορεί να απαντηθεί από δημοσιογράφους ή αρθρογράφους). Δεν γνωρίζω αν η δημιουργία μιας «bad bank» για τα κόκκινα δάνεια συνολικά όλων των τραπεζών, με διαχειριστή το κράτος ή την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι η ορθή λύση, όπως μελετάται αυτή την εποχή. Για ένα μόνο έχω βεβαιότητα. Οτι όπου ανακατεύτηκε το Δημόσιο, οι τράπεζες έγιναν εργαλεία κομματικής πολιτικής ή εκβιασμών. Η πρώτη περίπτωση αφορά τις κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ και η δεύτερη (εκβιασμοί) τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί και να είναι μια καλή λύση αν έχουν ασφαλιστικές δικλίδες και διεθνές μάνατζμεντ. Αλλά ας σημειωθεί ότι η παρέμβαση των δανειστών στο τραπεζικό σύστημα είχε -σε ορισμένες περιπτώσεις- αρνητικές παρενέργειες, αφού οι εκπρόσωποί τους στα διοικητικά συμβούλια απλά μισούσαν ό,τι… ήταν ελληνικό, όχι όμως τους παχυλούς μισθούς που έπαιρναν στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, οικονομία και αγορά χωρίς τράπεζες δεν υπάρχουν και μάλιστα μετά από μια νέα κρίση όπως αυτή της πανδημίας. Και στην Ελλάδα οι τράπεζες -χωρίς να ευθύνονται απαραίτητα οι διοικήσεις τους- έχουν καταντήσει «ζόμπι» την τελευταία δεκαετία.
Αν δεν το λύσει αυτό ο Μητσοτάκης, ανάπτυξη σοβαρή δεν θα δει η χώρα ούτε σε τρεις τετραετίες.