Στο ρεπορτάζ αυτό περιγράφεται μια πραγματική επενδυτική άνοιξη για τη χώρα που έχει ξεκινήσει από το 2020 πιο δειλά, εν μέσω πανδημίας, και φαίνεται να «φουντώνει» όσο δείχνει να ομαλοποιείται η κατάσταση διεθνώς.
Οι δείκτες μιλάνε… από μόνοι τους, η αύξηση του ΑΕΠ φέτος θα κλείσει περίπου 2,5% μονάδες παραπάνω από την πρόβλεψη, δηλαδή κοντά στο 8% αντί για 5,5% που αρχικώς είχε εκτιμηθεί.
Τα νούμερα, δε, είναι ακόμα πιο εντυπωσιακά, από την αρχή του έτους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καθώς κυρίως ξένα ιδιωτικά κεφάλαια περίπου 10 δισ. ευρώ ήρθαν και επενδύθηκαν στην Ελλάδα.
Είτε καθαρά ιδιωτικά deals όπως, ας πούμε, η B.C. Partners που αγόρασε τη Wind, είτε διεθνείς χρηματοοικονομικοί οίκοι, όπως η αυστραλέζικη Macquarie που κέρδισε αντί 2,1 δισ. ευρώ τον ΔΕΔΔΗΕ, ανταγωνιζόμενη δύο άλλους πολύ μεγάλους και ισχυρούς ξένους παίκτες, την ΚΚR και τη CVC.
Πριν από λίγο καιρό είδε το φως της δημοσιότητας μια έρευνα της Ernst and Young (E.Y.), που κατέτασσε την Ελλάδα σε μία από τις δέκα πιο ελκυστικές χώρες για επενδύσεις, την είχε όγδοη πίσω από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία κ.λπ. Θα πείτε βεβαίως ότι η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα κι εκεί κατατάσσεται.
Όντως λοιπόν σήμερα δείχνει να είναι μια ευρωπαϊκή χώρα με προοπτικές, αλλά δεν έδειχνε έτσι στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν είναι και τόσο μακριά η περιπέτεια του 2015, ούτε το δημοψήφισμα, τα capital controls. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την κατάρρευση της ΔΕΗ και την… ανάστασή της, η οποία φυσικά δεν οφειλόταν σε μάγους της πολιτικής και του management, αλλά σε φυσιολογικούς ανθρώπους που ξέρουν τη δουλειά τους, όπως προφανώς αυτοί που έχουν την ευθύνη σήμερα.
Όταν λοιπόν οι δείκτες και τα νούμερα ευημερούν θα πρέπει έπειτα από λίγο χρόνο να ξεκινήσει να διαχέεται (…η ευημερία) και στους πολίτες, οι οποίοι αρχίζουν να συνέρχονται με πολύ αργούς ρυθμούς (και αρκετές κρατικές βοήθειες, λόγω πανδημίας) από τα μνημόνια μιας δεκαετίας.
Αυτό θα είναι το ζητούμενο από εδώ και στο εξής και με την ενίσχυση, κυρίως, που θα προέλθει από την Ε.Ε. (τα 32 δισ. ευρώ) και θα λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής στο παραγόμενο προϊόν.