Η κυβέρνηση έχει μπροστά της το μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας στην αγορά. Ακόμα κι αν και αυτό δεν οφείλεται (όπως και η πανδημία) σε ενδογενείς λόγους, είναι το ίδιο επώδυνο για την κοινωνία, ειδικά για τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Το καλό νέο γι’ αυτή -και για όλους- είναι ότι οι ανατιμήσεις δεν ήρθαν για να μείνουν για πάντα λογικά, σύμφωνα με τις διεθνείς εκτιμήσεις, αλλά για λίγους μήνες και πάντως με τέτοια σφοδρότητα μέχρι την άνοιξη, ειδικά στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, οι οποίες όμως επηρεάζουν ολόκληρη την αλυσίδα των ανατιμήσεων.
Αντιμετωπίζει, επίσης, τις δυσκολίες της φθοράς που αφήνει η διαχείριση της πιο φονικής πανδημίας της παγκόσμιας Ιστορίας, καθώς και τις πληγές που δύσκολα επουλώνονται, όπως επίσης και τη φυσική φθορά του χρόνου μιας διακυβέρνησης που ήδη βρίσκεται στα μέσα της θητείας της.
Έχει όμως και πολλά καλά νέα να περιμένει καθώς θα μπαίνει το καλοκαίρι, αφού τα μηνύματα -εκτός απροόπτου με την πανδημία- είναι πολύ θετικά για την τουριστική περίοδο που έρχεται. Αν «ακούσουμε» την TUI, τον μεγαλύτερο τουριστικό οργανισμό της Ευρώπης, φέτος η χρονιά θα πάει καλύτερα από το ορόσημο του 2019. Αναμένει, επίσης, οφέλη στην οικονομία -συνεπώς και πολιτικά- από την εκκίνηση της διανομής του Ταμείου Ανάκαμψης που θα τροφοδοτήσει την αγορά με 7,5 δισ. ευρώ κεφάλαια φέτος και άλλα 6 δισ. ευρώ το 2023, καθώς επίσης και ένα πρωτόγνωρο για τη χώρα επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό (κυρίως μεγάλα ξένα funds) που αγοράζουν ελληνικές επιχειρήσεις ή μερίδια σε αυτές δημιουργώντας συνθήκες ανάπτυξης.
Απέναντι από αυτό το «ισοζύγιο» της κυβέρνησης βρίσκεται η αντιπολίτευση, η οποία δεν είναι πια ένα κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι και το ΠΑΣΟΚ, με ό,τι καλό ή κακό φέρνει η ομολογουμένως εντυπωσιακή αυτή είσοδος ενός τρίτου πόλου στις πολιτικές ισορροπίες.
Η εκλογή του κ. Ανδρουλάκη από 270.000 πολίτες και η πολιτική ακινησία του κ. Τσίπρα δυόμισι χρόνια τώρα στο κόμμα του έφεραν τον πρώην πρωθυπουργό σήμερα σε δύσκολη θέση. Το πράγμα… μιλάει από μόνο του (πέραν όλων των δημοσκοπικών ευρημάτων) στην κοινωνία για το τι συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παρουσία του νέου αρχηγού στο ΚΙΝ.ΑΛ. δεν επηρεάζει και την Κεντροδεξιά, αλλά σε καμία περίπτωση το ίδιο. Το ερώτημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι γιατί καταφεύγει σε εκλογή αρχηγού από τη βάση ο κ. Τσίπρας, αυτό έπρεπε να το είχε κάνει πολύ καιρό τώρα – και μάλιστα πριν το κάνει το ΚΙΝ.ΑΛ.
Το ερώτημα είναι αν το κάνει σωστά, αφού έτσι όπως φαίνεται ότι το επιχειρεί δεν θα μαζέψει ούτε το ένα τρίτο των πολιτών που πήγαν στην κάλπη να ψηφίσουν τον αντίπαλό του στο ΠΑΣΟΚ (αξίζει να θυμηθούμε ότι στις εκλογές της Ν.Δ. που τελικώς κέρδισε ο Μητσοτάκης ψήφισαν 400.000 άνθρωποι). Κι αυτό γιατί όσο δυσκολεύεις τη διαδικασία συμμετοχής ενός πολίτη στην εσωκομματική ψηφοφορία τόσο λιγότεροι πάνε, άλλωστε όσοι ψήφισαν Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ στις εσωκομματικές τους εκλογές δεν υπόγραψαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Το δεύτερο θέμα (για το οποίο πάντως δεν έχει ευθύνη ο ίδιος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι «πρόβλημα εικόνας» για το κόμμα) είναι αν θα υπάρξει ουσιαστικός αντίπαλος στην εκλογή του. Στη Ν.Δ. υπήρξε τεράστια μάχη μέχρι τέλους μεταξύ Μητσοτάκη και Μεϊμαράκη, ενώ στο ΚΙΝ.ΑΛ. οι υποψήφιοι πρώτης γραμμής ήταν άλλα δύο ισχυρά πρόσωπα, ο Λοβέρδος και ο Παπανδρέου. Εδώ τι θα γίνει άραγε, θα βρεθεί κάποιος να διεκδικήσει την αρχηγία, ας πούμε ο κ. Τσακαλώτος, που φέρεται να εκπροσωπεί μια σημαντική τάση στο κόμμα; Γιατί εκλογές για έναν δεν μοιάζει καθόλου καλή ιδέα, ακόμα και γι’ αυτόν τον έναν και μοναδικό υποψήφιο αλλά και για το ίδιο το κόμμα.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ζωή, εισερχόμενη στη μετά πανδημία φάση της, αποκτά ζωηρό ενδιαφέρον, που από δω και στο εξής θα είναι πυκνό σε εξελίξεις με την κορύφωση των διπλών εκλογών φέτος το φθινόπωρο ή την άνοιξη του 2023.