Πρώτα απ’ όλα, έχει σημασία για λόγους ουσιαστικούς, αφού βρισκόμαστε 8-12 μήνες πριν από τις εκλογές (προσωπική εκτίμηση), υπάρχει μπροστά μας διπλή εκλογική αναμέτρηση λόγω απλής αναλογικής και ουδείς -αν και φαίνεται το πιο πιθανό σήμερα- μπορεί να προεξοφλήσει ότι η Ν.Δ. θα ξανακερδίσει με ανάλογο ποσοστό εκείνου του 2019 τη δεύτερη φορά προκειμένου να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αρα λοιπόν με δεδομένο ότι δεν φαίνεται άλλο κόμμα να καταλαμβάνει την τρίτη θέση, είναι κρίσιμο ποιο θα είναι αυτό που ενδεχομένως θα χρειαστεί για «συγκυβερνήτης» του πρώτου. Και φυσικά, ποιος θα είναι ο αρχηγός του που προσδίδει τη φυσιογνωμία και την κατεύθυνσή του.
Παρά το «ανακάτεμα» της τράπουλας με την αποχώρηση της Φώφης, η οποία πάντοτε υπήρξε μια ευπρεπής και «πολιτική σταθερά» ως παρουσία, θεωρώ ότι τα δεδομένα και σήμερα είναι ξεκάθαρα.
Ο Λοβέρδος εκπροσωπεί τη συντριπτική πλειοψηφία του 8% των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. στις εκλογές του 2019, παραδοσιακούς κεντροαριστερούς που «απεχθάνονται πολιτικά» την ιδέα της επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν τους πάει και να ψηφίσουν Ν.Δ. Ή ίσως δεν τους πήγαινε επειδή «πείστηκαν από το κλασικό στόρι της ανάλγητης Δεξιάς», το οποίο σχεδόν κατάφερε να διαλύσει από την αρχή της κυβερνητικής θητείας του ο Μητσοτάκης.
Πάντως, η αλήθεια είναι ότι σήμερα το ΚΙΝ.ΑΛ. (της Φώφης) κρατάει τα ποσοστά του και αν αυτά επαληθευτούν και στην κάλπη, είναι ίσως η μόνη εναλλακτική της Ν.Δ. στην περίπτωση που χρειαστεί να σχηματίσει συγκυβέρνηση. Μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε σχεδόν μία πενταετία με τον Καμμένο του 4% και με 153-155 βουλευτές.Ο έτερος των δύο βασικών διεκδικητών Νίκος Ανδρουλάκης, αντιθέτως, θα πρέπει να πείσει τον βασικό κορμό των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. ότι δεν θα πάει με τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και το εφεύρημα της λεγόμενης «προοδευτικής διακυβέρνησης» φαίνεται χλωμό. Οταν το δεύτερο κόμμα (σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις των κανονικών εταιρειών που κάνουν μερικές δεκαετίες αυτή τη δουλειά) απέχει 8%-12% από το πρώτο, τέτοιο κυβερνητικό σχήμα, και να ήθελε ο Ανδρουλάκης με τον Τσίπρα, δεν γίνεται. Καλό είναι πάντως να μας πει τι θέλει. Για την υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου -αυτή την ώρα- εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω αν όντως ισχύει ή όχι. Εκείνο που δυσκολεύομαι να αντιληφθώ είναι το αφήγημά του, πώς μπορεί να πείσει τον ψηφοφόρο ότι πρέπει να πάρει μια δεύτερη ευκαιρία πέραν της «παπανδρεϊκής ειδωλολατρίας». Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άρα ας μην προτρέχουμε μέχρι να δούμε την ομολογουμένως ενδιαφέρουσα αυτή τροπή της τελευταίας στιγμής. Οι υπόλοιπες υποψηφιότητες έχουν το ενδιαφέρον τους, αλλά δεν θα καθορίσουν τις εξελίξεις, μερικές εξ αυτών δεν θα φτάσουν ως το τέλος.
Εκείνο που δυστυχώς είναι βέβαιο έξι χρόνια μετά τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ είναι ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. (ή όπως αλλιώς βαφτιστεί) φαίνεται να μην μπορεί να ανακαταλάβει τον ευρύ πολιτικό χώρο της Κεντροαριστεράς ή της Σοσιαλδημοκρατίας που βλέπουμε σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες. Και δεν φαίνεται να τα καταφέρνει ούτε τώρα στον βαθμό που αναλογεί σε μια μεγάλη κεντροαριστερή παράταξη, η οποία θα εναλλάσσεται στην εξουσία. Οποιος και να βγει αρχηγός της σε λίγες ημέρες.
Δυστυχώς, 27 μήνες μετά την απώλεια της εξουσίας, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μπορεί (ή να θέλει) να μεταλλαχθεί σε ένα τέτοιο κόμμα που θα καταλάβει αυτόν τον ζωτικό πολιτικά χώρο και θα εναλλάσσεται στη διακυβέρνηση αρμονικά (με κάποιες διαφοροποιήσεις πάντα), όπως σε όλες τις δημοκρατικές χώρες. Δεν ξέρω αν μπορεί να κερδίσει εκλογές, αυτό άλλωστε το κρίνουν μόνο οι πολίτες που ψηφίζουν, αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά κεντροαριστερού κόμματος δεν δείχνει ούτε να τα έχει, ούτε να τα αναζητά συνολικά ως κόμμα. Μήπως και… προσβάλλονται όταν τους λες κεντροαριστερούς και όχι αριστερούς. Αρα, λοιπόν, το κενό μιας μεγάλης σύγχρονης κεντροαριστερής παράταξης με έναν νέο, μοντέρνο στη σκέψη, εφάμιλλο ή καλύτερο σε γνώση, αποδοτικότητα, διεθνές προφίλ και παραστάσεις ηγέτη από τον Μητσοτάκη, έναν σοσιαλδημοκράτη «αντι-Κυριάκο», θα συνεχίσει να υπάρχει και να δημιουργεί αναζητήσεις στον ευρύτερο πολιτικό χώρο έστω και αργότερα, στο μέλλον. Αλλα όχι και… τόσο μέλλον.