Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να θυμηθούμε ορισμένα γεγονότα που χαρακτήρισαν τα δύο προηγούμενα, αφού τονιστεί, όμως, το εξής: Μια δικαστική περιπέτεια, ειδικά για τόσο σοβαρές κατηγορίες, για κακουργήματα και μάλιστα σοβαρότατα όπως η κατάχρηση εξουσίας κ.λπ., είναι μια πολύ δύσκολη δοκιμασία για κάθε άνθρωπο. Ακόμα και αν το τεκμήριο της αθωότητας φαίνεται «αστειάκι» στην υπόθεση αυτή, οφείλουν όλοι να το σεβαστούν, κυρίως οι πολιτικοί αντίπαλοι εκατέρωθεν. Η γενική αρχή ότι οι πολιτικές διαφορές λύνονται στις κάλπες και όχι στα δικαστήρια μπορεί να ισχύει. Αλλά, όπως ισχύει για τους σημερινούς κατηγορούμενους, το ίδιο συμβαίνει και για όσους κατηγορήθηκαν αδίκως. Ας μην ξεχνάμε ότι αποκάλεσαν 10 πολιτικούς «κλέφτες» και δεν βρέθηκε πουθενά, εδώ και τρία χρόνια, ούτε ευρώ.
Οταν, λοιπόν, κατηγορήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου για χρηματισμό από τον Κοσκωτά, με μία μαρτυρία ενός «μπράβου» που κουβαλούσε μετρητά σε κούτες πάμπερς στον έμπιστό του Λούβαρη, ο αείμνηστος αθωώθηκε γιατί αυτό δεν αποδείχτηκε ποτέ. Ομως η κοινή γνώμη γνώριζε ότι ο Παπανδρέου ήθελε να φτιάξει δικό του μιντιακό σύστημα και βοηθούσε με όλα τα μέσα τον απατεώνα τραπεζίτη. Βρέθηκε και κορυφαίος υπουργός του με λεφτά του Κοσκωτά στην Ελβετία, άρα κάτι απτό υπήρχε. Και έτσι (εν γένει στην υπόθεση) αποδόθηκε δικαιοσύνη. Το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε τον πολιτικό λογαριασμό, αφού έχασε την εξουσία, και ο Μένιος θα πήγαινε φυλακή αν δεν πέθαινε με αυτόν τον κινηματογραφικό τρόπο στο δικαστήριο.
Μπορεί να ξαναγύρισε ο Ανδρέας και να μεσουράνησε ξανά το ΠΑΣΟΚ, αλλά, πάλι, όταν οι δικαστές με την ορθώς εννοούμενη επιμονή τους «ξεσκέπασαν» τις κλοπές του Ακη, το ΠΑΣΟΚ ενταφιάστηκε κανονικά. Δεν «άντεξε» ο κόσμος -καλώς ή κακώς- τη θεωρία ότι σε ένα μεγάλο κόμμα μπορεί να κλέβει τη μια ο κολλητός του αρχηγού και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (Κουτσόγιωργας), την άλλη ο παρ’ʼ ολίγον αρχηγός του κόμματος και μετέπειτα υπουργός Αμύνης ή Ανάπτυξης (Τσοχατζόπουλος), χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα τη μια ο Ανδρέας και την άλλη ο Σημίτης.
Το δεύτερο Ειδικό Δικαστήριο ήταν και δικαίως πολύ λάιτ γενικώς. Ενας περαστικός, «ασήμαντος πολιτικός», ο Γ. Παπακωσταντίνου, αφαίρεσε βλακωδώς κάτι συγγενείς του από τη λίστα Λαγκάρντ λες και ευθυνόταν αυτός για ό,τι είχαν κάνει (αν είχαν κάνει κάτι) οι άνθρωποι αυτοί. Γι’ʼαυτό και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση με αναστολή.
Το τρίτο Ειδικό Δικαστήριο, όμως, της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας αναμένεται εξίσου ενδιαφέρον με το πρώτο και του μοιάζει πιο πολύ, ειδικά αν προσθέσεις -ως εικόνα και όχι απαραιτήτως νομικά- το τι αποκαλύπτεται ότι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια, από το 2016. Με τον Καλογρίτσα, τις μυστήριες συναντήσεις του πιο στενού συνεργάτη του τέως πρωθυπουργού Νίκου Παππά και όλα όσα ήταν σε όλους (εμάς) γνωστά. Ηταν αυτό που λέμε «σιγουράκι» ότι ο «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» της πρώτης εποχής ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το στραπατσάρισμα των τηλεοπτικών καναλιών (φθινόπωρο του 2017) Νίκος Παππάς θα κατέληγε έτσι όπως φαίνεται σήμερα ότι θα καταλήξει. Εμπλεκόμενος από τη Βενεζουέλα μέχρι την Κύπρο, φυσικά διά του Μεγάρου Μαξίμου.
Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τι και πώς θα αποκαλυφθεί τους επόμενους μήνες, τι θα χρεωθεί στον ίδιο ως εκπρόσωπο του «κεντρικού μαγαζιού» και τι θα σκάσει πάνω του αδίκως, γιατί δεν φαίνεται να ευθυνόταν για τα άλλα δύο shop in shop της διακυβέρνησης, δηλαδή εκείνο του Παπαγγελόπουλου και εκείνο του Καμμένου, τα οποία είχαν πολύ πλούσια δράση. Το καλό σενάριο εν γένει είναι ο Νίκος να ήταν απλώς παραπάνω «δραστήριος» απ’ʼό,τι επιτρέπουν ακόμα και οι εξωθεσμικές συνήθειες των πολιτικών και απλώς απρόσεκτος, αλλά όχι σε όλα, όχι στα κρίσιμα. Αλλά, πάλι, κάνεις ραντεβού με τύπους σαν τον Αρτεμίου μπροστά σε τρίτους; Ελεος.
Το κακό σενάριο απαιτεί ειδικούς χειρισμούς γιατί μπορεί να καταλήξει σε πλήρη αποδόμηση όλου του πολιτικού οικοδομήματος και όχι μόνο στην απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος. Κάτι σαν αυτό που έπαθε το ΠΑΣΟΚ. Να γίνει ΠΑΣΟΚ δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σαν αυτό της τελευταίας δεκαετίας.