Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο μέσος πολίτης μπορεί να μη συνήθισε, αλλά δυστυχώς δεν φοβάται τον ιό, με αποτέλεσμα να μην προσέχει τόσο όσο κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος του ιού, την περασμένη άνοιξη. Οι περισσότεροι νέοι (και σχετικά νέοι) και υγιείς άνθρωποι γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες αν νοσήσουν να πεθάνουν είναι μηδαμινές, με κατάληξη να μην προφυλάσσονται σχεδόν καθόλου, κι έτσι να διασπείρουν τον ιό με ταχύτητα που δεν μπορεί να ακολουθήσει καμία προληπτική στρατηγική πλην ενός καθολικού lockdown.
Δεν υπάρχει τρόπος πρόληψης αν κάποιος δεν το έχει στο μυαλό του, απλό είναι και δυστυχώς παγκοσμίως αρκεί ένα 10%-20% του ενεργού πληθυσμού να μη φοράει μάσκα για να μεταδοθεί με αυτές τις ταχύτητες που βλέπουμε στην Ευρώπη ο ιός. Και κοιτάμε την Ευρώπη γιατί αυτό που εξελίσσεται σήμερα με την πορεία των κρουσμάτων μοιάζει πολύ με ό,τι έγινε την άνοιξη στην Αγγλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ιταλία (ευτυχώς όχι στη Βόρεια Ιταλία).
Το δεύτερο συμπέρασμα, σαφώς πιο αισιόδοξο από το πρώτο, προκύπτει από τα ιατρικά νέα για τον ιό. Φαίνεται πια ότι η Ιατρική, χωρίς να έχει ανακαλυφθεί το φάρμακο ή τα φάρμακα, βρίσκει τρόπους αντιμετώπισης πολύ μεγαλύτερου ποσοστού όσων φτάνουν σε κατάσταση νοσοκομειακής νοσηλείας. Υπάρχει εμπειρία, υπάρχουν περισσότερες Εντατικές, καλύτερη φαρμακολογία. Το πιο σημαντικό νέο, όμως, είναι ότι φτάνουμε στο εμβόλιο, το λένε όλοι, γι’ αυτό και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο τηλεοπτικό μήνυμά του την περασμένη Πέμπτη έκανε ειδική αναφορά προκειμένου να αφήσει μια ελπίδα ανάμεσα στα «άσχημα νέα» που προανήγγειλε. Δεν θα έχουμε ένα εμβόλιο αύριο, αλλά ο χρόνος είναι πια ορισμένος, περίπου σε τρεις μήνες από τώρα θα αρχίσουν οι εμβολιασμοί.
Αρα, λοιπόν, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα όσο κι αν φαίνονται μαύρα μέσα στην απίστευτη αλλά πραγματική κρίση που ζούμε. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της αυτοπροστασίας του τουλάχιστον, γιατί για τη συλλογική, αυτήν της προστασίας του διπλανού, δύσκολο μου φαίνεται και μόνο σαν τηλεοπτικό σποτ εταιρικής ευθύνης μοιάζει.
Κυρίως, όμως, αυτό που ενδιαφέρει την κοινή γνώμη είναι να μην… την πατήσει όλη η χώρα για να μείνουν ανοιχτά μερικά νυχτερινά κέντρα που καταπατούν κοινή λογική και νόμο κάθε μέρα δίχως αύριο, έτσι «φόρα παρτίδα». Εγινε και το καλοκαίρι αυτό σε μέγιστο βαθμό και φυσικά έπρεπε να περάσουν αρκετοί μήνες για να συνειδητοποιήσουν οι αρμόδιοι ότι αυτά τα σημεία αποτελούν τις μεγαλύτερες εστίες συγχρωτισμού και μετάδοσης. Με ό,τι άλλο μπορεί να είναι, όπως τα λεωφορεία και το μετρό, αλλά και οι συγκεντρώσεις που έχουν «εξαιρεθεί» επίσης από κάθε νόμο και λογική. Ας καθυστερήσει έναν χειμώνα το… δημοκρατικό δικαίωμα του καθενός να διαμαρτυρηθεί μαζικά, δεν χάθηκε δα και ο κόσμος, αλλά ούτε μπορεί να χάνονται ζωές ανθρώπων που φυσικά δεν βρέθηκαν ποτέ εκεί.
Με απλά λόγια, ένα δεύτερο καθολικό lockdown όπως εκείνο της άνοιξης δεν θα είναι μόνο ένα, έστω σύνθετο, κοινωνικό πρόβλημα για όλους μας. Για όποιον ξέρει και μελετάει τα δημοσιονομικά είναι σχεδόν ανέφικτο οικονομικά για τη χώρα, θα τη διαλύσει. Η οικονομική διαφορά μεταξύ μέτρων περιορισμού και lockdown είναι χαώδης.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει όλα αυτά τα μέτρα που θα κρατήσουν τη χώρα «ανοιχτή», μέχρι βέβαια την ημέρα που θα φτάσει το ΕΣΥ στα όριά του και θα χρειάζεται «διαλογή» ασθενών, όπως έκανε σχεδόν όλη η Ευρώπη στο πρώτο κύμα. Καμία χώρα διεθνώς δεν θέλει να «κλείσει», αλλά δεν έχουν και όλοι τις ίδιες οικονομικές αντοχές, τους ίδιους πόρους, μεταξύ αυτών κι εμείς. Το ότι «δεν αντέχει η οικονομία της Ελλάδας ένα lockdown» δεν σημαίνει πως απλά θα την πληρώσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο κάτω-κάτω αυτό δεν είναι το πρόβλημα των πολλών. Θα την πληρώσουν, όμως, πολύ ακριβά οι ίδιοι οι πολίτες, οι εργαζόμενοι και φυσικά οι μικροί και μεγάλοι επιχειρηματίες. Θα χαθούν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας χωρίς γυρισμό. Θα είναι κρίμα να πνιγούμε και να μπούμε πάλι σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και μιζέριας ενώ «υπάρχει φως» λίγο πιο κάτω, σε μερικούς μήνες.