Αυτό αποτυπώθηκε ανάγλυφα σε όλα τα Μέσα που μπορεί να μετρηθούν την προηγούμενη Πέμπτη, στην παρέλαση που «καθήλωσε» από την τηλεόραση και τα sites σχεδόν κάθε ελληνικό σπίτι εντός και εκτός συνόρων, ακόμα και στα συνήθως «πικρόχολα» social media υπήρξε μια καλή ατμόσφαιρα για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, τη μία και μοναδική που δεν μπορεί να συγκριθεί επ’ ουδενί με κανέναν άλλο από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες μας. Γι’ αυτό και ενώνει και συγκινεί ακόμα και σήμερα, πιστεύω, όλες τις γενιές των Ελλήνων.
Είναι σημαντικό για τη χώρα ότι, έστω και μέσα σε συνθήκες άκρως αρνητικές όπως αυτές που έχει δημιουργήσει παγκοσμίως η πανδημία, μπορεί να εξαχθούν μερικά θετικά συμπεράσματα για την επόμενη μέρα. Πρώτα απ’ όλα, η «επαφή με τον Μπάιντεν», μετά από αρκετά χρόνια, όπου η Ελλάδα με την απομάκρυνση του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο «ξαναβρήκε τη θέση της» απέναντι στην Αμερική, την ηγέτιδα δύναμη του κόσμου. Εμφανής ο ρόλος του Μητσοτάκη στην «επαφή» αυτή που ξεκίνησε μόλις δύο μήνες από τη θητεία του νέου προέδρου των ΗΠΑ, με καλούς οιωνούς, που τους χρειάζεται η Ελλάδα σε μια στιγμή που κλονίζεται συθέμελα οικονομικά η Τουρκία και ναι μεν μπορεί αυτό να φαντάζει καλό νέο για εμάς, αλλά ταυτοχρόνως είναι και άκρως επικίνδυνο. Το μήνυμα Μπάιντεν -για όσους γνωρίζουν τη διπλωματική γλώσσα αλλά και διά γυμνού οφθαλμού- ήταν σαφές και ισχυρό υπέρ της Ελλάδας και όσο (διπλωματικά) επιτρέπεται αρνητικό για την Τουρκία του Ερντογάν.
Ξεκάθαρος και απολύτως υποστηρικτικός ήταν και ο Μακρόν, αφού και τα συμφέροντα αλλά και η πολιτική και πολιτισμική ταυτότητα των Γάλλων είναι αντίθετα με εκείνα των Τούρκων και -αυτή την περίοδο- σχεδόν ταυτίζονται με τα δικά μας. Στο παζλ, αν κάποιος αναρωτιέται… πού βρίσκεται η άλλη μεγάλη ηγέτιδα χώρα της Ευρώπης, η Γερμανία, δεν είναι καν δύσκολο ή δυσδιάκριτο. Η Μέρκελ είναι στη δύση της και τα συμφέροντα της Γερμανίας είναι ξεκάθαρα πολύ πιο ισχυρά με την Τουρκία. Ετσι ήταν πάντα, εδώ στην Ελλάδα έχουν λιγότερες μπίζνες και μάλλον προτιμούν να έρχονται περισσότερο για διακοπές (και μάλιστα όσοι έχουν ένα επίπεδο).
Οι εθνικές εορτές, οι εκδηλώσεις μνήμης ενός έθνους για τόσο μεγάλα γεγονότα, έχουν τη σημασία τους για τρεις λόγους. Πρώτον, για να θυμίζουν στις νέες γενιές, στα σημερινά παιδιά της εποχής του Ιντερνετ, του Facebook και του Instagram, μια τεράστια εθνική προσπάθεια που έγινε πριν από 200 χρόνια και κατέληξε στην απελευθέρωση της χώρας μετά από άλλα 400 χρόνια σκλαβιάς. Δεύτερον, για να αντιληφθούν -όλες οι γενιές- ακόμα καλύτερα ότι είναι ο ίδιος «γείτονας» που βρίσκουμε ως απειλή μπροστά μας και σήμερα, η Τουρκία.
Τρίτον, ίσως και πιο σημαντικό, το «μήνυμα Ελευθερίας» δεν πρέπει να περιοριστεί σε μια παρέλαση, θα ήταν πολύ χρήσιμο για όλους -για την Ελλάδα- με το τέλος της πανδημίας να ξανάρθει στο προσκήνιο.
Να δημιουργηθεί ένα κλίμα για σκέψη, περισυλλογή, προβληματισμό για την επόμενη μέρα της πατρίδας, να γίνει μια «ηχηρή» ανταλλαγή απόψεων κι έτσι ίσως να ξανασκεφτούμε, ακόμα και να στοχαστούμε συλλογικά «πού πάμε» ή πού θέλουμε να πάμε ως χώρα. Με κάποιον τρόπο, αν είναι δυνατόν, να «ακουστούν όλοι και όλα».
Δύσκολο να βάλεις έναν λαό μετά από μια τέτοια δοκιμασία όπως η πανδημία σε «πνευματικό αναβρασμό» για το μέλλον του, αλλά μπορεί και να είναι η ευκαιρία.