Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχουν… βαθύτερα αίτια για την αποπομπή του Νότη Μηταράκη από το Υπουργικό Συμβούλιο και την καρατόμηση του Γιώργου Πατούλη από την Περιφέρεια Αττικής, αλλά αυτό δεν εμποδίζει να καταλήξουμε σε τέσσερα βασικά συμπεράσματα για τα πολιτικά χαρακτηριστικά της νέας κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πρώτον, η «κατάρα της δεύτερης θητείας» δεν είναι ένα δημοσιογραφικό ευφυολόγημα, αλλά μια πραγματική απειλή που μάλλον ενστερνίζεται το Μέγαρο Μαξίμου. Οπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, τα συμπτώματα μειωμένης ενσυναίσθησης και αλαζονικής συμπεριφοράς υπουργών και στελεχών είναι ορατά αμέσως μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη. Οι προκάτοχοι του Μητσοτάκη ή αγνόησαν τα σημάδια, ή εκτίμησαν ότι το πολιτικό κόστος από τη λήψη αυστηρών μέτρων θα ήταν μεγαλύτερο από το όφελος, ή οι φιλικές-κομματικές σχέσεις με τους υπουργούς δεν επέτρεψαν τολμηρές εκκαθαρίσεις την ώρα που έπρεπε με τον τρόπο που έπρεπε.
Ο Μητσοτάκης είτε γιατί «διδάχθηκε» από τα παθήματα του Παπανδρέου, του Σημίτη και του Καραμανλή, είτε λόγω χαρακτήρα, προχώρησε σε κινήσεις που μπορεί να δείχνουν υπερβολικές (οι διακοπές του Μηταράκη και το ζεϊμπέκικο του Πατούλη δεν είναι δα και το μεγαλύτερο έγκλημα), αλλά αποδείχθηκαν πολιτικά ορθές. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης μάλλον έβαλε καλό βαθμό στις αποφάσεις του πρωθυπουργού, ενώ οι υπόλοιποι υπουργοί πήραν το μήνυμα για να μην επαναληφθούν ανάλογα περιστατικά.
Δεύτερον, ο Μητσοτάκης επιβεβαίωσε ότι διατηρεί και στη δεύτερη θητεία το μεγαλύτερο προσόν που διαθέτει ως πολιτικός αρχηγός: να «στρίβει» εύκολα. Οταν αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά, δεν διστάζει να αλλάξει κατεύθυνση. Δεν φοβάται να πάρει το βάρος της ευθύνης για το λάθος, να αλλάξει γραμμή, να ζητήσει συγγνώμη, να επιχειρηματολογήσει κόντρα σε όσα έλεγε μέχρι και χθες.
Μέχρι τώρα η τακτική αυτή αποδείχθηκε σωστή καθώς αφαιρεί επιχειρήματα από την αντιπολίτευση και γίνεται αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να καθαιρέσεις έναν υπουργό που μόλις διόρισες και έναν περιφερειάρχη στον οποίο μέχρι πριν από λίγες ημέρες πρόσφερες τη στήριξή σου.
Τρίτον, είναι εμφανής η απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης. Τα τελευταία γεγονότα υπογράμμισαν την απουσία τόσο της μείζονος αντιπολίτευσης, που έχει και ισχυρή δικαιολογία, όσο και των άλλων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ κ.λπ.) που δυσκολεύονται προς το παρόν να επωμιστούν αυτόν τον ρόλο. Η φράση του Μητσοτάκη «θα κάνουμε αντιπολίτευση στον εαυτό μας» ακούστηκε στην αρχή περισσότερο ως αστείο, αλλά στο τέλος μπορεί να αποδειχθεί και πραγματικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται χρόνο μέχρι να εκλεγεί η νέα ηγεσία, αλλά έχει μεγάλη σημασία η τακτική που θα ακολουθήσει. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει ακόμη μεγάλες αδυναμίες και ο χώρος δεξιά της Ν.Δ. παραμένει κατακερματισμένος χωρίς σοβαρή εκπροσώπηση και ρεαλιστικό πολιτικό λόγο που θα σταθεί απέναντι στην κυβέρνηση.
Τέταρτον, ο Μητσοτάκης είναι αυτή τη στιγμή ο απόλυτος κυρίαρχος στο σκηνικό. Ουσιαστικά η Νέα Δημοκρατία εξελίσσεται σε ένα «δικό του κόμμα» χωρίς να αμφισβητείται ή πολύ περισσότερο να απειλείται από εσωτερικές φράξιες. Η αποδοχή από τον κεντρώο χώρο, η απορρόφηση μιας σειράς ικανών στελεχών από το πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και κυρίως το εκλογικό ποσοστό της 25ης Ιουνίου τού δίνει την ευκαιρία να καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού χωρίς να ανησυχεί για το επόμενο διάστημα.
Σε άλλες εποχές η απομάκρυνση δύο στελεχών από τις θέσεις τους είναι πιθανό να άνοιγε μεγάλα εσωκομματικά ζητήματα. Τώρα ουδείς εκδήλωσε την πρόθεση να τους στηρίξει, ούτε κανείς στενοχωρήθηκε για ό,τι συνέβη. Ο Μητσοτάκης μπορεί να πάρει όποια απόφαση θεωρεί χρήσιμη και σωστή για την κυβέρνηση και τον ίδιο χωρίς να αγχώνεται ιδιαίτερα.
Αυτές τις δυνατότητες που απέκτησε ο πρωθυπουργός επιβάλλεται να αξιοποιήσει προς όφελος της χώρας και της κοινωνίας. Καθημερινά έρχονται στην επικαιρότητα δύσκολα προβλήματα όπως οι πυρκαγιές, το Κτηματολόγιο, η καταπάτηση των παραλιών, η ακρίβεια, τα οποία απαιτούν άμεσες λύσεις, ριζικές και αποτελεσματικές.
Αφού ο Μητσοτάκης έχει την ικανότητα να κατευθύνει με πυγμή το Υπουργικό Συμβούλιο και τον κομματικό μηχανισμό, πολύ περισσότερο έχει την υποχρέωση με τα ίδια προσόντα να αλλάξει επιτέλους η Ελλάδα.