Η διαπίστωση της Τραπέζης της Ελλάδος ότι «οι τιμές των ακινήτων διαμορφώνονται δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και δυσχεραίνουν την απόκτηση πρώτης κατοικίας» αποτελεί την τυπική επιβεβαίωση ενός μεγάλου κοινωνικού προβλήματος που παρατείνεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και στο θέμα αυτό η Ελλάδα ακολουθεί με μεγάλες στρεβλώσεις και χρονική υστέρηση τη διεθνή τάση. Το πρόβλημα καταγράφεται το ίδιο οξύ κι εδώ, αλλά χωρίς ανάλογη αιτιολόγηση. Είναι γνωστό ότι σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, δεκαετίες τώρα, υπάρχει πρόβλημα στέγης και το κόστος αγοράς ή ενοικίασης κατοικίας είναι υψηλό. Εκεί όμως έχουμε αύξηση πληθυσμού, κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα. Προφανώς η γνωστή φράση του πρωθυπουργού για «μπανανία», εκτός από την ακρίβεια στα τρόφιμα, ισχύει και για τα σπίτια. Ούτε η χορήγηση Golden Visa σε αλλοδαπούς, ούτε η εκτεταμένη μετατροπή των μακροχρόνιων μισθώσεων σε Airbnb δικαιολογεί την εξωφρενική αύξηση στις τιμές των ακινήτων, ως αποτέλεσμα της ισχυρής ζήτησης από το εξωτερικό και της μειωμένης προσφοράς. Στο α’ τρίμηνο του 2024 καταγράφηκε άνοδος των τιμών κατά 10,4%, ενώ το 2023 είχαν ανέβει 13,8%. Δηλαδή σε δύο χρόνια οι τιμές ανέβηκαν περίπου 25% και τα τελευταία 7 χρόνια κατά 66,4%, δυσανάλογα σε σχέση με το ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, τίνος υποψήφιου Ελληνα αγοραστή ή ενοικιαστή τα εισοδήματα ανέβηκαν τη διετία κατά 25% ώστε να μπορεί να αποκτήσει στέγη σε ένα ισορροπημένο οικονομικά περιβάλλον και πώς ένα νέο ζευγάρι θα επιχειρήσει να κάνει το επόμενο βήμα στη ζωή του;
Πολλοί αποδίδουν τις υπερβολικές αυξήσεις στις περιορισμένες δυνατότητες δανεισμού, στα υψηλά επιτόκια για όσους καταφέρουν να δανειστούν, αλλά και στο κόστος κατασκευής. Αυτά ισχύουν μεν για τις νεόδμητες κατασκευές, αλλά ανεβάζουν τις τιμές στα μεταχειρισμένα και στα ενοίκια. Οι εκτιμήσεις για νέα «φούσκα» στα ακίνητα, τις οποίες διατυπώνουν ορισμένοι παράγοντες της αγοράς, μπορεί να ισχύει, ίσως και όχι. Αυτό, όμως, έχει σημασία για τους επενδυτές ή τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά ακινήτων. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών και ειδικά τους νέους το πρόβλημα παραμένει ανυπέρβλητο και χωρίς ορίζοντα επίλυσης. Η έκθεση της ΤτΕ, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι η ανοδική πορεία των τιμών θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Τα ζητήματα που προέκυψαν με τις οικοδομικές άδειες και τις μεταβολές στον ΓΟΚ, όπως και οι αλλαγές στη φορολογία, κάνουν ακόμη δυσμενέστερες τις εκτιμήσεις. Με αυτά τα δεδομένα κάθε πρόβλεψη είναι δυσοίωνη και το όνειρο κάθε οικογένειας νέων για μια αξιοπρεπή στέγη γίνεται εφιάλτης.
Η κρίση της στέγης συνδέεται απολύτως με την υπογεννητικότητα και τη μείωση του πληθυσμού στη χώρα μας, δηλαδή το πιο σοβαρό πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τώρα, αλλά και τις επόμενες δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση αύξησε θεαματικά τον βασικό μισθό, δηλαδή τις αποδοχές των νέων, αλλά αυτό δεν αντιμετωπίζει καλά-καλά το ζήτημα της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, πόσο μάλλον εκείνο της στέγης. Επίσης οι μεσαίοι μισθοί, δηλαδή οι αποδοχές στις πιο παραγωγικές ηλικίες, παραμένουν καθηλωμένοι και προφανώς με τόση ακρίβεια γύρω μας δεν επαρκούν ούτε για τα στοιχειώδη.
Για ολόκληρες δεκαετίες έτρεχε το πρόγραμμα του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) για την κατασκευή και παραχώρηση εργατικών κατοικιών. Δεν έλυσε ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά το πρόβλημα της στέγης, ήταν όμως μια προσπάθεια. Ο ΟΕΚ δημιουργήθηκε το 1954 και ουσιαστικά έβαλε λουκέτο το 2013 με τα μνημόνια. Η ευθύνη του πέρασε στη ΔΥΠΑ, αλλά τα προγράμματα στέγης ατόνησαν, νέα σπίτια δεν χτίστηκαν. Πέρυσι το πρόγραμμα επιδότησης έτυχε μεγάλης αποδοχής, αλλά ανέβασε τις τιμές και… εξαντλήθηκε γρήγορα. Είναι η κατάλληλη στιγμή η κυβέρνηση να πάρει μια σοβαρή, εκτεταμένη πρωτοβουλία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στέγης, ειδικά στους νέους. Το πρόγραμμα με την αξιοποίηση των αδρανών ακινήτων του Δημοσίου μπορεί να είναι μια καλή αρχή.