Λένε και όχι αδίκως, πως στη χώρα μας διαχρονικά ισχύει το “ουδέν μονιμότερο του προσωρινού”. Κι αυτό κυρίως με φόρους και εισφορές που κάποια στιγμή στο διάβα του χρόνου και υπό το βάρος ειδικών συνθηκών επεβλήθησαν ως έκτακτες αλλά στη συνέχεια κι όταν δεν υπήρχαν πλέον εκείνες οι συνθήκες, αυτές ξεχάστηκαν και τελούν εν ισχύ εις το διηνεκές.
Μια τέτοια περίπτωση μου θύμισε αναγνώστης κατασκευαστής μικρών σκαφών αναψυχής (κοινώς, βάρκες πολυεστερικές) και νομίζω αξίζει της αναφοράς και υπόμνησης για όσους ακόμα τείνουν ευήκοα ώτα προς την κοινωνία.
Στα πιο βαθιά σκοτάδια λοιπόν των μνημονιακών χρόνων, όπου γίνονταν προσπάθειες ακόμα και απέλπιδες, να μαζευτούν όπως όπως έσοδα και μόνο το οξυγόνο που αναπνέουμε δεν φορολογήθηκε, ανακάλυψαν αίφνης, μια ακόμα νέα πηγή εσόδων μετά τις πισίνες: τη φορολογία στις βάρκες που έχουν μήκος πάνω από 5 μέτρα.
Το μόνο κριτήριο αυτό.
Ούτε παλαιότητα ούτε αντικειμενική αξία ούτε ιπποδύναμη ούτε μάρκα ούτε υλικά κατασκευής.
Έτσι, για ένα μέτρο πάνω από τα 5 οι κάτοχοι ενός τέτοιου σκάφους (τρόπος του λέγειν) υποχρεώθηκαν να πληρώνουν 500 ευρώ ετησίως, το οποίο αυξάνει ευθέως ανάλογα με τους παραπάνω πόντους!
Το αποτέλεσμα αυτής της αντικειμενικά άδικης φορολόγησης ήταν χιλιάδες ιδιοκτήτες βαρκών να πάνε στα λιμεναρχεία και να καταθέσουν τις άδειες προκειμένου να γλιτώσουν αυτό το χαράτσι.
Και όποιος ήθελε να βγει με την παρέα του για μερικές ώρες να ψαρέψει με καθετή, έπρεπε και πρέπει να πηγαίνει στο λιμεναρχείο να κάνει άρση της ακινησίας και στο τέλος να πληρώνει τον αναλογούντα φόρο για τις ημέρες που έκανε χρήση της βάρκας του.
Το τελικό αποτέλεσμα; Ούτε τα προσδοκώμενα έσοδα εισέπραξε και εισπράττει το κράτος, αλλά ούτε και οι χιλιάδες ιδιοκτήτες τέτοιων σκαφών ανά την επικράτεια μπορούν να χαρούν και να ξεσκάσουν στην αγαπημένη τους θάλασσα.
Αξίζει να αναφερθεί πως και για κάθε άρση ασυλίας ή βεβαιώσεις ακινησίας καταβάλλεται στα λιμεναρχεία 10 ευρώ παράβολο κατ’ ελάχιστον (5,1 μέτρα).
Παράλληλα, όμως, έχουν πληγεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό οι οι δεκάδες βιοτεχνίες κατασκευής σκαφών, καθώς ο φόρος κατοχής βάρκας αποτρέπει υποψήφιους αγοραστές κι έτσι η αλυσίδα των επιπτώσεων απλώνεται.
Στα χρόνια των μνημονίων ο αριστερός λαϊκισμός ανθούσε (όχι που εξέλιπε σήμερα) και βαφτίζονταν με περισσή ευκολία ως πολυτελή αγαθά της άρχουσας τάξης, κάποια τέτοια χόμπι. Μπορεί η αξία μιας τέτοιας βάρκας μεταχειρισμένης να μην υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ, όμως αυτό θεωρείται από τις φορολογικές αρχές δείγμα πλούτου και μεγάλης ευμάρειας που πρέπει να φορολογηθεί.
Είμαι βέβαιος πως αν κάποιος εκεί στο υπουργείο Οικονομικών, βρει τον χρόνο και ρωτήσει πόσα εισέπραξε το κράτος από αυτόν τον -κατά τα άλλα- έκτακτο φόρο, δεν θα πιστεύει για τι μηδαμινά ποσά έγινε και γίνεται όλη αυτή η φασαρία.
Κανείς δεν λέει να μη φορολογούνται τα όντως σκάφη πολυτελείας που κοστίζουν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Όχι όμως και το βαρκάκι που μπορεί να έχει και ο προτελευταίος Ελληνας.
Όποιος λοιπόν ασχοληθεί έστω για λίγο θα καταλάβει το μάταιο του πράγματος κι αν δεν καταργούσε αυτή τη μνημονιακή διάταξη πάραυτα, τουλάχιστον θα την… τροποποιούσε ώστε να μην περιλαμβάνονται τα χαμηλής αξίας βαρκάκια και η εισφορά να μπαίνει κλιμακωτά και ανάλογα με την παλαιότητα και την πραγματική αξία.
Και καλό είναι λάβουν υπόψη οι αρμόδιοι αυτό που λένε οι “ερασιτέχνες καπεταναίοι”, πως η αξία οιουδήποτε πλωτού πέφτει κατά 30% μόλις το παραλάβεις από τον κατασκευαστή!