Στο διαγωνισμό, που γίνεται κάθε τρία χρόνια (τελευταία φορά ήταν το 2022), συμμετείχαν 690.000 15χρονοι μαθητές από 81 χώρες. Οι διαγωνιζόμενοι αξιολογήθηκαν σχετικά με τρεις δεξιότητες: στην κατανόηση κειμένου, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Η βαθμολογία τους κρίθηκε από τις γνώσεις των 15χρονων στα συγκεκριμένα πεδία που συνδέεται με τη δυνατότητα επίλυσης σύνθετων προβλημάτων, την κριτική τους σκέψη αλλά και το επίπεδο της επικοινωνιακής τους ικανότητας.
Από την Ελλάδα, συμμετείχαν στον διαγωνισμό PISA 6.403 μαθητές από 230 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά, καθώς τα παιδιά βαθμολογήθηκαν ακόμη πιο χαμηλά σε σχέση με τον προηγούμενο διαγωνισμό, του 2018, ενώ οι επιδόσεις τους ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο των 80 χωρών του ΟΟΣΑ. Η χώρα μας πολύ απλά, που συμμετείχε για πρώτη φορά στο διεθνή διαγωνισμό το 2000 και συνέχισε καταγράφοντας καθοδική πορεία στις επιδόσεις, «τερμάτισε» 44η μεταξύ των 80 χωρών.
Από το 2018 μέχρι το 2022 δηλαδή, οι Έλληνες μαθητές και οι Ελληνίδες μαθήτριες σημείωσαν ακόμη χαμηλότερη βαθμολογία, αφού οι επιδόσεις τους μειώθηκαν περισσότερο από 20 μονάδες, κατά μέσο όρο και στις τρεις κατηγορίες. Την ίδια «ώρα» στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ καταγράφηκε πτώση 10 μονάδων στην κατανόηση κειμένου και 15 μονάδων στα μαθηματικά.
Η «εικόνα» είναι αναμφίβολα απογοητευτική και για το ότι οι επιδόσεις των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία κρίθηκαν σαφώς καλύτερες από αυτές των μαθητών στα δημόσια ελληνικά σχολεία. Και δυστυχώς η «μεγάλη εικόνα» δείχνει, μέσω και του PISA, την αποτελεσματικότητα και τις «επιδόσεις» των εκπαιδευτικών συστημάτων κάθε χώρας.
Είναι προφανώς πολλά που πρέπει να γίνουν από τους αρμόδιους. Χρειάζονται σαφώς μεγαλύτερες ταχύτητες και πάνω απ’ όλα η βούληση των πολιτικών ηγετών να προχωρήσουν στο δρόμο των αλλαγών χωρίς πισωγυρίσματα. Η κατεδάφιση για παράδειγμα του νόμου Διαμαντοπούλου από τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν είναι μια λογική που οδηγεί πίσω- και σίγουρα δεν βοηθά στην αναβάθμιση της Παιδείας. Η ψήφιση πάλι, πολλών νέων νόμων, που όμως δεν εφαρμόζονται ή δεν παράγουν σημαντικά αποτελέσματα είναι μια διαδρομή με ελάχιστα θετικά σημεία. Ναι, ψηφίστηκαν νόμοι από το 2018 μέχρι το 2022, αλλά τα πρόσφατα αποτελέσματα του PISA έδειξαν ότι οι επιδόσεις των 15χρονων μαθητών στη χώρα μας συνέχισαν την καθοδική τους πορεία.
Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι τα ζητήματα Παιδείας απασχολούν έντονα τους Έλληνες πολίτες– αν δεν ήταν η ακρίβεια στο «κόκκινο» θα ήταν ενδεχομένως το νούμερο 1 πρόβλημα μαζί με την Υγεία, αφού απαιτείται, εκτός των άλλων, γερό εισόδημα για να συναντήσει μια ελληνική οικογένεια βελτιωμένες υπηρεσίες σε αυτά τα κρίσιμα πεδία. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες πληρώνουν ακριβά στο τέλος της ημέρας, χωρίς να έχουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα ήθελαν για τα παιδιά τους. Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι όλο και περισσότεροι πολιτικοί αντιλαμβάνονται ότι η Δημόσια Παιδεία πρέπει να υποστηριχθεί με σαφές και σύγχρονο σχέδιο, με συγκεκριμένους πόρους και με τη βούληση να αρχίσει να ανεβαίνει με σταθερά βήματα στη σχετική κλίμακα. Ταυτόχρονα αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να γίνει ουσιαστική προσπάθεια για να ρυθμιστεί το περιβάλλον της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής εκπαίδευσης γενικότερα στη χώρα. Τα βήματα πρέπει να ξεκινούν από την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση- εκεί που τα παιδιά κάνουν τις πρώτες και καθοριστικές επαφές τους με τη γνώση.
Είναι ωστόσο αναγκαίο να ανοίξουν με πραγματικό ενδιαφέρον και ειλικρίνεια όλο τα «κεφάλαια»- και αυτά που άφησαν στη γωνία να περιμένουν επί χρόνια. Όπως έκαναν για παράδειγμα το 2007, όταν ξεκίνησε αλλά έκλεισε βιαστικά η συζήτηση για το άρθρο 16 και τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Τότε ο Γιώργος Παπανδρέου, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρωτοστατούσε συμμετέχοντας ενεργά και δραστήρια στο άνοιγμα του συγκεκριμένου «κεφαλαίου», ήταν όμως κορυφαία στελέχη του κόμματός του που τραβούσαν το σκοινί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Με δεδομένο ότι η λέξη «μεταρρύθμιση» αποκτά νόημα όταν συνοδεύεται από τις βέλτιστες λύσεις που αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα στις ζωές των επόμενων γενιών, οφείλουν τα κόμματα να συζητήσουν και να εξετάσουν την κάθε λεπτομέρεια που προτείνεται για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια από το σχέδιο του Κυριάκου Πιερρακάκη. Είναι κομβική, δίκαιη και αναγκαία όσο ποτέ η ενίσχυση των ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίων και η αναβάθμιση των πτυχίων και των προσόντων που αποκτούν οι φοιτητές για να βγουν αύριο με περισσότερα «όπλα» στην αγορά εργασίας. Είναι χρέος της κυβέρνησης να επιταχύνει ρυθμούς και να προωθήσει πράξεις προόδου προς αυτήν την κατεύθυνση- όπως είναι χρέος των κομμάτων της αντιπολίτευσης να πιέζουν διαρκώς προς την κατεύθυνση της προόδου, καταθέτοντας κάθε φορά τις δικές τους επικαιροποιημένες προτάσεις.
Η ίδρυση και λειτουργία των Μη Κρατικών-Μη Κερδοσκοπικών ΑΕΙ από την άλλη πλευρά – μετά και το χθεσινό άνοιγμα του «κεφαλαίου» από τον Κυριάκο Πιερρακάκη απαιτεί αναμφισβήτητα τη μελέτη και την ανταλλαγή απόψεων γύρω από τους όρους και τις προϋποθέσεις. Τι λέει ο υπουργός Παιδείας; «Θα χρειάζονται τουλάχιστον τρεις σχολές για να εξεταστεί ο φάκελός τους, τα κριτήρια ίδρυσης θα είναι τα πιο αυστηρά σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς έχουμε μελετήσει τι ισχύει σε κάθε χώρα και έχουμε επιλέξει την πιο αυστηρή εκδοχή του πακέτου των κριτηρίων, ο ελάχιστος αριθμός των καθηγητών θα είναι 30 καθηγητές με διδακτορικό, την ευθύνη εξέτασης των φακέλων τόσο στην κτιριακή υποδομή όσο και στο πρόγραμμα σπουδών αλλά και στην επάρκεια των καθηγητών θα έχει η ανεξάρτητη αρχή ανώτατης εκπαίδευσης, η πολιτεία δεν έχει κανένα λόγο να παρέμβει στο πλαίσιο λειτουργίας αυτών των ιδρυμάτων».
Στη ζυγαριά πρέπει να μπουν λοιπόν τα «συν» και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι από μια τέτοια κορυφαία κίνηση. Η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών κρατάει μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών στη χώρα, προσελκύει ξένους φοιτητές, συμβάλλει στην ανάπτυξη και την προοπτική και ταυτόχρονα οδηγεί στην αναβάθμιση και τα δημόσια πανεπιστήμια; Είναι κάποια από τα ερωτήματα, στα οποία θα έχουν χρόνο να απαντήσουν όλες οι πλευρές στην Ολομέλεια της βουλής, όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας.
Μια ρεαλιστική, καθαρή, χρήσιμη για το δημόσιο διάλογο και πρώτη προσέγγιση ήταν για το υπό κατάθεση νομοσχέδιο του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος δήλωσε ότι «αν ιδρυθεί ένα μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο στα πρότυπα των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πανεπιστημίων με campus, με έρευνα, δεν θα μπούμε εμπόδιο- διότι θέλουμε να είμαστε μία σύγχρονη χώρα». Την ίδια στιγμή ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έθεσε ως προτεραιότητα την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου, που αφορά σε εκατομμύρια Έλληνες και συμπλήρωσε τη θέση του ότι «εάν η Νέα Δημοκρατία φέρει κάτι, το οποίο υπονομεύει το δημόσιο πανεπιστήμιο και κάνει τα πτυχία εμπόριο μέσω μιας ιδιωτικής και κερδοσκοπικής αγοράς χωρίς κριτήρια, τότε θα είμαστε αρνητικοί». Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη Νέα Αριστερά που φαίνεται ότι υψώνουν τείχη στο σχετικό διάλογο, ο κ. Ανδρουλάκης εμφανίζεται αποφασισμένος να προσέλθει με συγκεκριμένο πλάνο στο τραπέζι για μια συζήτηση, που το ίδιο το κόμμα του διέκοψε βιαστικά το 2007.