search icon

Γνώμες

Τα γκάλοπ, η αντιπολίτευση και ο κεντροαριστερός Πρόεδρος

Oσο περνάει ο καιρός ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελίσσει την τακτική αποδυνάμωσης της αντιπολίτευσης, διά της αξιοποίησης όσων προτάσεών της θεωρεί πολιτικά σωστές και... τεχνικά υλοποιήσιμες

Τα τελευταία γκάλοπ της χρονιάς ήρθαν να επιβεβαιώσουν την εικόνα που δημιουργήθηκε την περασμένη Κυριακή, κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή, ότι ο πρωθυπουργός κέρδισε μια σημαντική επικοινωνιακή νίκη εμφανιζόμενος ως ο ηγέτης που ακούει τις ανησυχίες των πολιτών και παρεμβαίνει αποτελεσματικά. Σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, η κυβέρνηση ανέβασε τα ποσοστά της και οι βασικοί της αντίπαλοι, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα δεξιά πέραν της Ν.Δ. (Βελόπουλος, Νατσιός κ.λπ.) έχασαν ένα μέρος από τις δυνάμεις τους, ενώ ο ίδιος ο Μητσοτάκης επανέκτησε τις απώλειες που είχε η δημοτικότητά του τους τελευταίους μήνες.

Προφανώς οι πολίτες ανταποκρίνονται θετικά στη συνεπή στάση που έχει ο πρωθυπουργός υιοθετώντας προτάσεις της αντιπολίτευσης και ενσωματώνοντάς τες στη δική του πολιτική ατζέντα.

Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα των υπέρογκων προμηθειών από τις τράπεζες αναδείχθηκε αρχικά από την αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση όμως την κατάλληλη στιγμή ξεπέρασε τους στόχους της αντιπολίτευσης, ανταποκρινόμενη στις λαϊκές απαιτήσεις αλλά και επιδεικνύοντας επικοινωνιακή δεξιοτεχνία. Αλλά και στο θέμα της χρηματοδότησης των Σπαρτιατών προχώρησε στην ακύρωση των κονδυλίων, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα που διατύπωσε κυρίως η αντιπολίτευση.

Η απόφαση αυτή όχι μόνο έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι σε ακραία στοιχεία, αλλά ενίσχυσε την εικόνα της κυβέρνησης ως προστάτη της δημοκρατικής νομιμότητας. Είχαν προηγηθεί μια ακόμη σειρά από μέτρα που αρχικά δεν βρίσκονταν στην κυβερνητική ατζέντα, αλλά στην πορεία όχι μόνο υιοθετήθηκαν, αλλά έγιναν και «σημαία».

Με την υιοθέτηση προτάσεων που αγγίζουν ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταφέρνει να απευθυνθεί σε ψηφοφόρους του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς εδραιώνοντας τη Νέα Δημοκρατία ως τον κυρίαρχο πολιτικό φορέα σε ένα ευρύ φάσμα του εκλογικού σώματος. Από την άλλη πλευρά, η συνεχής προσαρμογή στις προτάσεις της αντιπολίτευσης ενδέχεται να ενισχύει την αντίληψη ότι η κυβέρνηση ακολουθεί αντί να ηγείται. Αυτό μπορεί να πλήξει τη συνοχή της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως αν η βάση της αντιληφθεί την τακτική αυτή ως συμβιβασμό, όπως έγινε με το θέμα του γάμου των ομοφύλων. Το 2024 έδειξε ότι μπορούν να συμβούν και τα δύο: οι ψηφοφόροι να φύγουν λόγω της woke ατζέντας, αλλά και να επιστρέψουν με τα… μέτρα για τις τραπεζικές προμήθειες.

Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα του πρωθυπουργού να «στρίβει γρήγορα» προβλέπεται να διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές. Στο πλαίσιο αυτό, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας από την Κεντροαριστερά, επιδιώκοντας ευρύτερες συναινέσεις και προσεταιρισμό κεντρώων ψηφοφόρων. Αυτή η απόφαση, αν και θα ενισχύσει την εικόνα του ως ενωτικού ηγέτη, εγκυμονεί κινδύνους για τη συνοχή της βάσης της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως μεταξύ των δεξιών ψηφοφόρων.

Ωστόσο είναι γνωστό ότι στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως όσοι ψηφοφόροι έφυγαν από τη Νέα Δημοκρατία για τα πιο δεξιά κόμματα… έφυγαν οριστικά και δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Οσοι έχουν μείνει «μετέωροι» και αναποφάσιστοι προέρχονται κυρίως από το Κέντρο, όπου θα δοθεί η μεγάλη μάχη με το ΠΑΣΟΚ που εκ των πραγμάτων θα είναι το δεύτερο κόμμα. Κι αυτός ο χώρος δεν πρόκειται να κερδηθεί με έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας που προέρχεται από την Κεντροδεξιά, αλλά με μια άρτια επιλογή από τον χώρο της Κεντροαριστεράς.

Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι ο πρωθυπουργός προσανατολίζεται στη στρατηγική αποδυνάμωσης του ΠΑΣΟΚ, που αποτελεί την πιο άμεση απειλή για την ηγεμονία της Ν.Δ. στον χώρο του Κέντρου. Ωστόσο, η τακτική αυτή ενδέχεται να ενισχύσει την αντίληψη ότι η κυβέρνηση δεν έχει σαφή ιδεολογική κατεύθυνση, κάτι που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τα δεξιά αντιπολιτευόμενα κόμματα στις επόμενες εκλογές.

Στην ουσία πρόκειται για μια τολμηρή πολιτική στάση που εντάσσεται στη μακρά παράδοση της ελληνικής πολιτικής η οποία δείχνει ότι η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα μπορούν να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμα κέρδη. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της, όμως, εξαρτάται από την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να μην εμφανίζεται ως ουραγός της πολιτικής ατζέντας.

Exit mobile version