Το έλλειμμα μιας αξιόπιστης, ρεαλιστικής και δημιουργικής αντιπολίτευσης που διαπιστώνεται το τελευταίο διάστημα αποτελεί σαφώς ένα πρόβλημα εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Μεγαλύτερο όμως πρόβλημα αποτελεί η προσπάθεια κάποιων να καλύψουν αυτό το κενό μέσα από το ίδιο το κυβερνών κόμμα. Οι ομαδοποιήσεις κυβερνητικών βουλευτών που καταθέτουν αιχμηρές ερωτήσεις στη Βουλή και καλούν υπουργούς να δώσουν εξηγήσεις είναι μεν θεμιτές στο πλαίσιο άσκησης του ρόλου τους ως βουλευτών, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν ο μόνος σκοπός τους είναι να αναγκάσουν την κυβέρνηση να διορθώσει κάποια στραβά που διαπιστώνουν.
Να την κάνουν δηλαδή καλύτερη και χρησιμότερη στον ελληνικό λαό. Κι αυτό γιατί εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι, ηθελημένα ή αθέλητα, στέλνουν ένα μήνυμα στον πρωθυπουργό ότι δεν πρέπει να αισθάνεται ήσυχος και ανέμελος με την πλειοψηφία των 157 βουλευτών που διαθέτει στη Βουλή!
Πόσο μάλλον που οι ομαδοποιήσεις που παρατηρούνται δεν είναι τυχαίες, αλλά ανήκουν στις επιρροές των δύο πρώην πρωθυπουργών Καραμανλή και Σαμαρά, η δε ανιδιοτέλεια των κινήσεών τους ελέγχεται σοβαρά, καθώς όλοι γνωριζόμαστε σε αυτόν τον τόπο. Οπως ελέγχεται και η απαιτούμενη συνοχή που θεωρητικά δημιουργεί πλειοψηφία στη Βουλή.
Πέραν όμως των βουλευτών που έρχονται αυτοκλήτως να αναπληρώσουν το αντιπολιτευτικό κενό, μεγαλύτερες απορίες προκαλεί η στάση των ίδιων των πρώην πρωθυπουργών (Καραμανλής, Σαμαράς), οι οποίοι όχι μόνο παίρνουν αποστάσεις από τον Μητσοτάκη σε μια σειρά από θέματα, κυρίως τα λεγόμενα εθνικά και δευτερευόντως κάποια άλλα όπως ο γάμος των ομοφύλων, αλλά εντέλει εμφανίζουν εαυτούς ως να ανήκουν σε κάποιο άλλο κόμμα από αυτό που τους τίμησε με τα υψηλότερα αξιώματα. Δραστηριοποιούνται δε τώρα, στη δύση της πολιτικής τους καριέρας, η οποία δεν διεκδικεί και δάφνες αλάθητου, σαν να θέλουν να συνδιοικούν και να συνδιαμορφώνουν τις πολιτικές επιλογές του διαδόχου τους.
Σαν πολιτικοί μέντορες που με τη «σοφία» τους θέλουν να τον καθοδηγούν και να του υπαγορεύουν θέσεις, απόψεις και πολιτική αντλώντας αυτοβούλως πνευματικά κληρονομικά δικαιώματα από τον ιδρυτή της παράταξης. Στα παρασκήνια δε -και όχι ακόμα δημοσίως- υπεραμύνονται της καθαρότητας της δεξιάς παράταξης που τώρα έχει γεμίσει με εισοδιστές από αντίπαλες παρατάξεις, ξεχνώντας ότι ο ιδρυτής της ήταν ο πρώτος που έκανε ανοίγματα στο Κέντρο και τον ακολούθησαν όλοι οι επόμενοι αρχηγοί που γεύτηκαν τη χαρά της επικράτησης των αντιπάλων τους. Οπως γίνεται ιστορικά σε όλα τα μεγάλα κόμματα και παρατάξεις που διευρύνονται με πολιτικούς και ψηφοφόρους και από άλλους όμορους πολιτικούς χώρους που ασπάζονται έστω και με επιφυλάξεις τα κυβερνητικά προγράμματα.
Το θέμα όμως σήμερα είναι γιατί το κάνουν τώρα και τι επιδιώκουν από αυτό το ιδιότυπο ενδοπαραταξιακό αντάρτικο. Είναι μόνο οι προσωπικές πικρίες γιατί δεν τους έχουν δοθεί νέοι ρόλοι; Είναι γινάτια γιατί ο Μητσοτάκης αθέτησε κάποιες άγνωστες σ’ εμάς υποσχέσεις; Ή κάτι άλλο που έχει διαμειφθεί μεταξύ τους;
Και προκαλείται πλέον ανησυχία για την πολιτική σταθερότητα που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές του επώδυνου πρόσφατου παρελθόντος, για το οποίο δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, και αν και μέχρι πού μπορούν να φτάσουν αυτές οι ενδοκομματικές κόντρες.
Αν δηλαδή θα συνεχιστεί αυτή η πρακτική φθοράς της κυβέρνησης όχι τόσο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά εκ των έσω. Αν προχωρήσει, όπως ακούγεται, στην καταψήφιση του Προϋπολογισμού τον επόμενο μήνα ο Σαμαράς, κάτι που θα σημάνει και την αυτοδίκαιη διαγραφή του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος που κάποτε ηγήθηκε.
Απαντήσεις θα πάρουμε προσεχώς, απευχόμενοι διατάραξη της σταθερότητας που είναι σε αντίθετη κατεύθυνση από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας, η οποία ζει τις δικές της αγωνίες στη μάχη της καθημερινής επιβίωσης.