Αναμφίβολα η φετινή τουριστική σεζόν εξελίσσεται με ρυθμούς άνω των προσδοκιών με βάση τους αριθμούς των επισκεπτών. Τα έσοδα από την τουριστική μας βιομηχανία ενδέχεται να ξεπεράσουν αυτά της χρονιάς ορόσημου που ήταν το 2019, παρότι ο μέσος χρόνος παραμονής των τουριστών φέτος ήταν μικρότερος. Πού οφείλεται αυτό; Μήπως φέτος αυτοί που επέλεξαν τη χώρα μας για διακοπές ξόδεψαν περισσότερα; Όχι. Απλά φέτος το τουριστικό προϊόν που προσφέρουμε ήταν και είναι ακριβότερο. Τόσο το κόστος αεροπορικών εισιτηρίων όσο και το κόστος διαμονής, αλλά κυρίως όλων των προσφερόμενων υπηρεσιών και κυρίως στην εστίαση, είναι σημαντικά αυξημένο σε σχέση με πέρυσι. Την ίδια μάλιστα στιγμή που τα εισοδήματα όλων των Ευρωπαίων έχουν συμπιεστεί σημαντικά από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια.
Στους περισσότερους τουριστικούς προορισμούς, ακόμα και σε εκείνους που απευθύνονται κυρίως στους Έλληνες, η διαπίστωση είναι κοινή. Οι τιμές έχουν ξεφύγει και οι επαγγελματίες του τουρισμού μοιάζουν να αδιαφορούν αν με τον τρόπο αυτό πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Καταλύματα που πέρυσι διετίθεντο για παράδειγμα με 50-60 ευρώ την ημέρα, φέτος τα βλέπουμε στα 100 ευρώ με αναλογικά τέτοιες αυξήσεις και στα ακριβότερα. Όμοια και στην εστίαση που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κόστη στις διακοπές.
Αποτέλεσμα αυτής άφρονης πολιτικής των άπληστων επαγγελματιών είναι, οι ασχολούμενοι με την εστίαση σχεδόν σε όλη τη χώρα να γκρινιάζουν για πτώση του τζίρου τους που φθάνει έως και 30%. Πόσες όμως ελληνικές οικογένειες αλλά και ευρωπαϊκές πλέον, μπορούν να αντέξουν δύο γεύματα την ημέρα των 150 ευρώ αν έχουν δυο παιδιά; Λογικό και επόμενο είναι να «κόβουν» γεύματα και να κάνουν χρυσές δουλειές τα τοπικά σούπερ μάρκετ, καθώς βρήκαν αναγκαστική διέξοδο με το μαγείρεμα στο δωμάτιο ή στο κατάλυμα που βρήκαν μέσω Airbnb. Το ίδιο και στις παραλίες με τις ξαπλώστρες με τιμές που αγοράζεις την ίδια την ξαπλώστρα και η σαλάτα, ο χυμός και το σάντουιτς στοιχίζουν όσο σε ένα βραβευμένο εστιατόριο πολυτελείας.
Γκρινιάζουν τώρα γιατί είχαν πτώση στον τζίρο τους τα πολυδιαφημισμένα νησιά όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Πάρος κ.λπ. όταν ασυνείδητοι (όχι όλοι, προφανώς) επαγγελματίες φρόντισαν εδώ και χρόνια να βγάλει κακό όνομα το νησί τους, σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τις εξωφρενικές τιμές (όρα καβουροπόδαρα των 600 ευρώ πέρυσι στη Μύκονο), κοκτέιλ των 60 ευρώ στην παραλία, πιτόγυρο στα 7,5 ευρώ και transfer με 1.500 ευρώ την ημέρα. Αυτά πληρώνουν φέτος κι αν δεν το έχουν καταλάβει και στα επόμενα χρόνια και φυσικά μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, δηλαδή οι σωστοί και λογικοί επιχειρηματίες.
Για να κτισθεί το brand Ελλάδα στην παγκόσμια τουριστική αγορά, μόχθησαν επί δεκαετίες χιλιάδες άνθρωποι και επιχειρηματίες που αναβάθμισαν το προσφερόμενο προϊόν κι υπηρεσίες. Κάποιοι λίγοι όμως μέσα σε λίγα χρόνια με τη λογική της αρπαχτής και του ευκαιριακού κέρδους κατάφεραν να εξαϋλώσουν το μόχθο των υγιών επιχειρηματιών.
Και αυτή η κακή επιχειρηματικότητα εξαπλώνεται τώρα σχεδόν σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς, υποσκάπτοντας έτσι το μέλλον συνολικά της τουριστικής μας βιομηχανίας.
Φυσικά, μέσα σε μια ελεύθερη αγορά είναι ελάχιστα έως ανύπαρκτα τα περιθώρια κρατικής παρέμβασης στον τρόπο τιμολόγησης των προσφερόμενων υπηρεσιών από τον κάθε επιχειρηματία. Ούτε η ευσυνειδησία είναι κάτι που επιβάλλεται με διοικητικά μέτρα. Οι ίδιοι οι επαγγελματίες του κλάδου πρέπει να κάνουν την αυτοκριτική τους και να αυτορυθμίσουν αυτή την κατάσταση πριν να είναι αργά. Πριν αρχίσουμε και πάλι να αναρωτιόμαστε γιατί οι ξένοι επιλέγουν τη γειτονική Τουρκία και άλλους μεσογειακούς προορισμούς, γυρίζοντας την πλάτη στην Ελλάδα.
Η φετινή χρονιά σήμανε ένα καμπανάκι κινδύνου πως πρέπει να αλλάξουμε και να σταματήσουμε να υποβαθμίζουμε το τουριστικό μας προϊόν και να γκρεμίζουμε το οικοδόμημα που με τόσο κόπο και μόχθο έχουμε δημιουργήσει. Πόσοι, άραγε, θα το πάρουν σοβαρά υπόψη;