Είναι πολύ σημαντικό, και συγχρόνως αποτελεί κρίσιμη πολιτική κατάκτηση, που η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα στην πανδημία και μετά από αυτήν, απέκτησε «ατζέντα», δηλαδή κοινούς και συμφωνημένους στόχους. Οι δύο βασικοί –καταπολέμηση κλιματικής αλλαγής και ψηφιοποίηση– θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι στο ύψος των προκλήσεων της εποχής και συμπεριέχουν σχεδόν όλες τις επιμέρους δράσεις: τόσο η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής όσο και το νέο αναπτυξιακό μοντέλο καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από αυτές τις νέες προτεραιότητες. Οι οποίες, ωστόσο, έχουν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους για να μετατραπούν από ευχές σε πράξη.
Και οι δύο στόχοι έχουν τεθεί ως «οριζόντιοι», διαπερνούν και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για κάθε τομεακή πολεμική. Στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής, η Ένωση είναι πιο μπροστά, αφού η ανάληψη της παγκόσμιας πρωτοπορίας είχε γίνει ήδη από την προηγούμενη δεκαετία: στόχοι «20-20-20» περιόδου 2004-2009 και ρόλος στη Συνθήκη του Παρισιού. Λόγω πανδημίας και, από την αρχή της παρούσας χρονιάς, με την αλλαγή ομάδας εξουσίας στον Λευκό Οίκο, οι στόχοι έγιναν πιο φιλόδοξοι: 30% μείωση των εκπομπών αερίων σε ορίζοντα 2030, επιτάχυνση και βελτίωση των όρων της Συνθήκης του Παρισιού στη Σύνοδο της Γλασκόβης που έχει προγραμματιστεί για τα τέλη του 2021.
Η περιβαλλοντική διάσταση αποτελεί επίσημη προϋπόθεση για την εκταμίευση των ποσών που αναλογούν σε κάθε χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ έχουν θεσμοθετηθεί και τα νομοθετικά εργαλεία για το «οικονομικώς μετρήσιμο» αυτής της προσπάθειας: πρόκειται για το τρίπτυχο των Κανονισμών SFDR (2019/2088), που σχετίζεται με τη διαφάνεια κλιματικά συνδεδεμένων πράξεων που τυγχάνουν χρηματοδότησης, κλιματικών όρων/benchmarks (2019/2089), που εξειδικεύει το «κεκτημένου του Παρισιού» στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και «ταξινόμησης» (2020/852), που κατηγοριοποιεί τις δραστηριότητες και τους όρους «αειφόρων επενδύσεων».
Η ψηφιοποίηση, που επίσης αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση πόρων ανάκαμψης, τώρα παίρνει νομοθετική σάρκα και οστά. Πρώτα με την πρόταση για ένα «πακέτο» άμυνας έναντι των «γιγάντων του διαδικτύου» και εν γένει για τη λειτουργία και εποπτεία (όσο γίνεται) του χώρου του διαδικτύου: Digital Services Act/DSA και Digital Markets Act/DMA. Και, αυτές τις μέρες, με τη δημοσιοποίηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μιας «ψηφιακής πυξίδας», δηλαδή ενός δείκτη πορείας για το πώς μπορεί η Ένωση να καταστεί, στα χρόνια που έρχονται, μεγάλος, ή πάντως μεγαλύτερος, «παίκτης» ως προς την εκμετάλλευση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Καλή, με άλλα λόγια, η «άμυνα» κατά των (κυρίως αμερικανικών και πλέον και κινεζικών) κολοσσών αλλά θα πρέπει να βρει η Ευρώπη και τρόπους να αυξήσει το ψηφιακό της μερίδιο, που αυτή τη στιγμή είναι στο 4% παγκοσμίως, ενώ έχει υπολογιστεί ότι της λείπουν περίπου ένα εκατομμύριο «ψηφιακοί σπεσιαλίστες». Η «πυξίδα» χωρίζει, με κλασικά βρυξελιανό τρόπο, τους επιμέρους στόχους σε 4 κατηγορίες –δεξιότητες, υποδομές, υπηρεσίες, επιχειρήσεις- και συνοδεύτηκε από ενδιαφέρον κείμενο πολιτικής των Αντιπροέδρων της Επιτροπής Βεστάγκερ και Μπορέλ (δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ», 16 Μαρτίου 2021).
Η συνυπογραφή από τον τελευταίο, ύπατο αρμοστή για την εξωτερική πολιτική της Ένωσης, δείχνει ακριβώς τη σημασία της εξωστρέφειας και της διεθνούς διάστασης: μόνη της η Ευρώπη δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αλλά επίσης ανενεργές θα μένουν οι όποιες προθέσεις αν η Ένωση δεν λάβει σοβαρά μέτρα, όχι μόνο σε σχέση με τους κινδύνους από την εν εξελίξει (και εν πολλοίς ασταμάτητη) «ψηφιοποίηση του κόσμου», αλλά και για την ενδυνάμωση του δικού της ρόλου (οι δυο Επίτροποι κάνουν λόγο για προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη δημιουργία κοινού Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας).
Στην πραγματικότητα, τόσο η κλιματική αλλαγή, στην οποία η Ένωση έχει πολιτικά δεσπόζουσα θέση, όσο και η «ψηφιοποίηση», στην οποία η Ένωση είναι ακόμα πτωχός συγγενής, είναι όχι μόνο εξαιρετικά περίπλοκα αλλά και απολύτως διεθνή στοιχήματα. Εντελώς ενδεικτικά, στο πρώτο πεδίο, η Ένωση έχει μπροστά της το έργο όχι μόνο να εναρμονίσει 27 χώρες με διαφορετικές αντιλήψεις, οικονομικά μοντέλα και κοινωνικές, γεωγραφικές, περιφερειακές ιδιαιτερότητες, αλλά και την αποφυγή «εισαγωγής βρώμικης ενέργειας» (carbon leakage) από άλλες χώρες, καθώς και «συνεννόησης», που συνήθως περνά και από ανταγωνισμό, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Κίνα: κλιματική αλλαγή σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας, αναπτυξιακού προτύπου και διαμόρφωση ενιαίας ενεργειακής διπλωματίας (βλ. το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Γ. Μανιάτη, στην «Καθημερινή», 21 Μαρτίου 2021).
Από την άλλη, η ψηφιοποίηση θέτει για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και πάλι σε παγκόσμιο επίπεδο, ζητήματα θεμιτού και αθέμιτου ανταγωνισμού, σχέσης της τεχνολογίας με τη δημοκρατία (πώς άραγε αντιμετωπίζονται οι κυβερνο-επιθέσεις, η επιρροή ξένων ιστοχώρων σε εθνικές εκλογές, τα fake news;), ανακατεύθυνσης των σπουδών και του ρόλου όχι ενός κράτους αλλά μιας πολιτικής κοινότητας που δεν είναι κράτος.
Τεράστια, οιονεί άλυτα, ζητήματα, που δεν ωφελεί, αν δεν θέλουμε η Ευρώπη να μείνει στα λόγια, να τα αγνοούμε, να τα υποτιμούμε αλλά ούτε και να τα φοβόμαστε.