Η βδομάδα που πέρασε ήταν αρκούντως επεισοδιακή και συγκρουσιακή για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το -διαπραγματευτικά πολύ δύσκολο- Σύμφωνο Μετανάστευσης πέρασε, αλλά είναι αμφίβολο αν θα έχει πρακτικό αποτέλεσμα, αφού δεν ικανοποιεί ούτε τους «σκληρούς», που ενδιαφέρονται μόνο για τη φύλαξη των συνόρων και δεν θέλουν να ακούνε τίποτε περί «αλληλεγγύης», ούτε τους υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τους οποίους οι παραχωρήσεις στην «ασφάλεια», και οι έλεγχοι στα σύνορα, είναι υπερβολικοί, την ίδια στιγμή που η εισφορά σε χρήμα παίρνει τη θέση της πραγματικής αλληλεγγύης.
Η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας κόλλησε επίσημα, με την άρνηση της Γερμανίας να δεχτεί το -ήπιο και αναγκαίο- μέτρο της εξέτασης των δημοσιονομικών μέτρων σε κάθε χώρα χωριστά. Η αρχή αναθεώρησης του κοινοτικού προϋπολογισμού ανέδειξε μια μεγάλη «τρύπα δαπανών», λόγω των μέτρων προστασίας από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, για τον τρόπο κλεισίματος της οποίας τα κράτη-μέλη, και οι διαφορετικές «σχολές» οικονομικής «σκέψης», κάθε άλλο παρά βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος. Και, στα μάτια μου σημαντικότερο από όλα, η σύγκρουση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την Πολωνία πήρε μια ακόμα πιο έντονη, σχεδόν καθοριστικά έντονη, τροπή, και μάλιστα σε διπλό μέτωπο.
Στις 5 Ιουνίου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλυσε με τρόπο οριστικό και απόλυτο τη διαφορά που προκλήθηκε από τη μεταρρύθμιση, ήδη από το 2019, του δικαστικού συστήματος της Πολωνίας. Η μεταρρύθμιση αυτή, ιδίως τα σχετικά με τον διορισμό, την αξιολόγηση και τον έλεγχο των δικαστικών λειτουργών τμήματα της, κρίθηκαν «ασύμβατα με τις εγγυήσεις πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αδέκαστο δικαστήριο», που αποτελούν μέρος, και μάλιστα θεμελιώδες, του λεγόμενου «ευρωπαϊκού δημοκρατικού κεκτημένου». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί, όπως είχε κάνει και η Επιτροπή όταν είχε κινήσει τη διαδικασία παραπομπής της Πολωνίας, το 2021, ότι μέτρα όπως οι εις βάρος δικαστών κυρώσεις από εξ ολοκλήρου διοριζόμενο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σχηματισμό, οι παρακολουθήσεις δικαστών και οι κάμψεις της προστασίας των προσωπικών δεδομένων τους, οδηγούν σε «αδικαιολόγητες πιέσεις» και «δυνάμει στιγματισμό» των δικαστών, με σκοπό να κάμψουν την ανεξαρτησία τους αλλά και την ανεξαρτησία της πολωνικής δικαιοσύνης στο σύνολο της.
Δυο μέρες αργότερα, στις 7 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι προσφεύγει εκ νέου κατά της Πολωνίας στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, αυτή τη φορά για έναν νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα και ο οποίος, με προκάλυμμα τη διερεύνηση «ρωσικής επιρροής» εντός του πολιτικού συστήματος, δίνει τη δυνατότητα σε μία 9μελή, επίσης αποκλειστικά διορισμένη από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Επιτροπή να επιβάλει βαριά χρηματικά πρόστιμα κατά πολιτικών και να τους αποκλείσει από τις εκλογές. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ασφαλώς τυχαίο ότι ο νόμος πέρασε λίγους μήνες πριν από βουλευτικές εκλογές στις οποίες, ίσως, κινδυνέψει το κυβερνών κόμμα και πάντως η τόσο μεγάλη πλειοψηφία του και στόχο έχει, σε μια χώρα και μια πολιτική τάξη που κάθε άλλο παρά διακρίνονται για τα φιλορωσικά αισθήματα τους, τον αποκλεισμό ή την παρεμπόδιση του αρχηγού της αντιπολίτευσης και πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ.
Στην καρδιά της Ευρώπης, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μαίνεται μια πραγματική πολιτική σύγκρουση. Μοχλός της οποίας είναι και η οικονομία: η απόφαση για τη δικαστική μεταρρύθμιση σημαίνει ότι οριστικοποιούνται και χρωστούνται πρόστιμα ύψους 534 εκατομμυρίων που «τρέχουν» κατά της Πολωνίας από το 2021, ενώ ο συνδυασμός της απόφασης και της νέας προσφυγής καθιστούν αδύνατη την αποδέσμευση των ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ πόρων που αναλογούν στην Πολωνία από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ο Πολωνός Υπουργός Δικαιοσύνης -μάλλον η λέξη θα ήθελε εισαγωγικά- μπορεί να έκανε λόγο για «διεφθαρμένο σύστημα Βρυξελλών», όμως τέτοια οικονομική στέρηση τσούζει και μπορεί να οδηγήσει σε κάποιου είδους εμβαλωματική «λύση». Πραγματική κάθαρση, ωστόσο, για την ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν φαίνεται να μπορεί να υπάρξει, από τη στιγμή που δέχτηκε στους κόλπους της, και στο κέντρο της, χώρες (μην ξεχνάμε και την Ουγγαρία) που ωφελούνται τόσο από την Ένωση, ώστε να επιχειρούν να της το ανταποδώσουν καταλύοντας τον αξιακό πυρήνα της.