Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αγγίζει διαχρονικά και τους τρεις συνταγματικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Την κυβέρνηση που αποφασίζει, τη Βουλή που ψηφίζει τους νόμους και τη Δικαιοσύνη που καλείται να τους εφαρμόσει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κοινή γνώμη σοκαρισμένη από ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα, τον στραγγαλισμό μιας εικοσάχρονης μάνας μέσα στο σπίτι της, δίπλα στο ολίγων μηνών μωρό της, στρέφει τον προβληματισμό της όχι μόνο στη σύλληψη των δραστών, αλλά κυρίως στην τιμωρία τους. Η Αστυνομία λίγο-πολύ, πιο νωρίς ή πιο αργά, θα κάνει τη δουλειά της και θα φτάσει στους δράστες. Παρά την κριτική που δέχεται, ελάχιστα εγκλήματα, που μετριούνται στα δάχτυλα, δεν έχουν εξιχνιαστεί ακόμη, ή οι δράστες τους δεν έχουν συλληφθεί τουλάχιστον… μία φορά. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η φράση που υιοθετείται από ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που λέει ότι «η Αστυνομία τούς συλλαμβάνει και τα Δικαστήρια τους αφήνουν ελεύθερους».
Δικαίως, λοιπόν, οι πολίτες αναρωτιούνται: Ποια τιμωρία είναι επαρκής για ένα έγκλημα τέτοιας αγριότητας; Σύμφωνα με τον νόμο, όπως λένε οι πλέον καταρτισμένοι ποινικολόγοι, η ποινή στον δράστη δεν μπορεί να ξεπερνά τα 25 χρόνια φυλάκιση, μπορεί να πέσει και στα 16 χρόνια ή και πιο χαμηλά με την κατάλληλη χρήση δήθεν ελαφρυντικών.
Οταν θα συμβεί αυτό, η συλλογική μνήμη θα έχει αμβλυνθεί. Σχεδόν κανείς δεν θα θυμάται τι συνέβη και αυτό μοιάζει λογικό. Η Πολιτεία όμως δεν δικαιούται να ξεχάσει, γιατί είναι δική της υποχρέωση να βρει τους δράστες, να τους τιμωρήσει παραδειγματικά και να στείλει ένα αυστηρό μήνυμα προς εκείνους που ρέπουν προς την εγκληματικότητα. Και κυρίως οφείλει να ικανοποιήσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Δεκαετίες τώρα, δεν θυμάμαι ούτε μία κυβέρνηση να έχει αναλάβει πρωτοβουλία στην κατεύθυνση αυστηροποίησης της νομοθεσίας για ανάλογα εγκλήματα. Σχεδόν πάντα ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, δηλαδή τα κόμματα, σκέφτονται τον δράστη. Πώς θα τιμωρηθεί με μικρότερη ποινή, πώς θα μείνει λιγότερο στη φυλακή, πώς θα του προσφέρουν ελαφρυντικά, πώς θα παραγράψουν νωρίτερα τα αδικήματα. Βιάζονται να τον επαναφέρουν στην κοινωνία χωρίς καμία προσπάθεια σωφρονισμού. Τελευταίο παράδειγμα, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που άνοιξαν τις φυλακές σε κάθε είδους εγκληματίες που βγήκαν να συνεχίσουν τη… δράση τους.
Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά δεν είναι το μόνο γεγονός της εβδομάδας που δημιουργεί έντονα ερωτήματα για την απουσία της Δικαιοσύνης. Υπάρχουν κι άλλες ακραίες παραβατικές συμπεριφορές που προκαλούν την κοινωνία με την ατιμωρησία των δραστών. Παράδειγμα πρώτον, διαρρήκτης συνελήφθη για 102η φορά… επί το έργον! Τις προηγούμενες 101 είχε αφεθεί ελεύθερος με ποινές που είχαν ανασταλτικό χαρακτήρα, ή πήγε μέχρι τον Κορυδαλλό και ξαναβγήκε. Αυτή την αδυναμία της Πολιτείας γιατί και μέχρι πότε πρέπει να την πληρώνει ο ανυπεράσπιστος πολίτης; Παράδειγμα δεύτερον και πιο εξωφρενικό που θα πρέπει να διερευνηθεί: Την περασμένη εβδομάδα συνελήφθη ο 22χρονος σάτυρος στη Νέα Σμύρνη, ο οποίος φέρεται να κατηγορείται και για βιασμό. Η δίκη του επρόκειτο να γίνει τη Δευτέρα στο Αυτόφωρο, αλλά πήρε προθεσμία για να δικαστεί την Παρασκευή 14 Μαΐου.
Την Παρασκευή η δίκη του αναβλήθηκε επειδή, λόγω των μέτρων για την πανδημία, δεν γίνονται τακτικά δικαστήρια! Δεν το ήξεραν αυτό οι δικαστές στο Αυτόφωρο και πώς άφησαν ελεύθερο έναν σάτυρο που ακολουθεί ημίγυμνος γυναίκες; Πώς θα προλάβουν την «πιθανή τέλεση νέου αδικήματος»; Θα έπαιρναν την ίδια απόφαση αν στη θέση της νεαρής στη Νέα Σμύρνη ήταν η κόρη ή η σύζυγός τους;
Η ανάγκη αυστηροποίησης και εφαρμογής του νόμου για τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της ζωής, της ασφάλειας και της περιουσίας δεν είναι αίτημα μόνο της κοινωνίας. Το είπαν και η Ενωση Εισαγγελέων και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας στην παρέμβασή του. Δεν αναφέρομαι ούτε στην επαναφορά της θανατικής ποινής, ούτε στην οπλοκατοχή, τα οποία κατά τη γνώμη μου δεν θα βοηθήσουν, αλλά πιστεύω ότι κι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να ενθαρρύνει άλλο την εγκληματικότητα και την ανομία.