Η κατάρρευση της ελβετικής Credit Suisse που ακολούθησε εκείνη της Silicon Valley Bank και μερικών άλλων μεσαίων τραπεζών στις ΗΠΑ πυροδότησε μια σχεδόν ακαριαία, διεθνώς συντονισμένη αντίδραση από κεντρικές τράπεζες, εποπτικές αρχές και κυβερνήσεις.
Η UBS, όπως φαίνεται, «εξαναγκάστηκε» να εξαγοράσει την Credit Suisse, σε τιμή πολύ υψηλότερη από εκείνη που είχε αρχικά προσφέρει, προκειμένου να μην υποχρεωθεί το Ελβετικό Δημόσιο να κρατικοποιήσει την «αμαρτωλή» τράπεζα. Για να «γλυκάνει» μάλιστα το ελβετικό κράτος το χάπι στη UBS, της άνοιξε απεριόριστη πίστωση για 100 δισ. δολάρια, ανέστειλε τα δικαιώματα των μετόχων για να μην καταψηφίσουν την εξαγορά και διέγραψε ομόλογα αξίας 17 δισ. δολαρίων χωρίς να έχει πριν διαγράψει μετοχές -κατά παράβαση της κεφαλαιακής δομής.
Ταυτόχρονα, οι κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν τα νομίσματα των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη (ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Καναδάς) άνοιξαν τις «κάνουλες» της ρευστότητας παρέχοντας απεριόριστες ποσότητες δολαρίων στις τράπεζες παγκοσμίως. Ολα αυτά έγιναν μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, για να αποτραπεί το κραχ που θα μπορούσε να συμβεί εάν οι αγορές άνοιγαν χωρίς να υπάρχει λύση και χωρίς κάποιος να μπορεί να απορροφήσει τις ζημιές.
Τις αποφάσεις, μάλιστα, τις πήραν δημόσιοι υπάλληλοι, με την ευρεία έννοια, αφού οι κεντρικές τράπεζες και οι επιτροπές κεφαλαιαγοράς υποτίθεται ότι είναι ανεξάρτητες αρχές, αλλά αποτελούν θεσμούς δημοσίου συμφέροντος -εκφράσεις του κράτους- με στελέχη που διορίζονται από τις κυβερνήσεις.
Με άλλα λόγια, μέσα σε 48 ώρες, τα ισχυρότερα κράτη του καπιταλιστικού συστήματος αποφάσισαν να εξαναγκάσουν δύο διεθνείς εταιρείες σε συγχώνευση, ερήμην των μετόχων, να χρεώσουν αυθαίρετα ζημιές 17 δισ. δολάρια και να δώσουν απεριόριστο χρήμα για να προστατεύσουν τις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα από το «κραχ».
Οι κινήσεις αυτές δεν συνάδουν με το δόγμα της ελεύθερης αγοράς στο οποίο υποτίθεται ότι ομνύουν οι τράπεζες, οι επενδυτές και όλοι οι φορείς που κινητοποιήθηκαν. Αντιθέτως, θυμίζουν σοσιαλισμό και κεντρικό σχεδιασμό. Και μάλιστα… διεθνιστικό σοσιαλισμό, αφού υπάρχει συντονισμένη διεθνής συνεργασία.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν… ενθαρρυντικό να ξέρουμε ότι σε περίπτωση κινδύνου υπάρχουν «εκεί πάνω» εκλεγμένοι αξιωματούχοι και διορισμένοι τεχνοκράτες που ναι μεν δεν μαθαίνουμε γιατί και πώς αποφασίζουν, αλλά ξέρουν τι κάνουν και μεριμνούν για να αποτρέψουν την οικονομική καταστροφή.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι αποφάσεις αυτές υπαγορεύονται από τον πανικό και αναδεικνύουν την απώλεια ελέγχου από όλους αυτούς τους φορείς. Η δε προτεραιότητά τους δεν είναι το δημόσιο συμφέρον, αλλά μονομερώς τα συμφέροντα των τραπεζών, των μεγάλων εταιρειών και των μετόχων τους.
Δεν είδαμε να αποτελεί στόχο της νομισματικής πολιτικής η δημιουργία θέσεων εργασίας, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η κοινωνική προστασία, ή ακόμα και η μείωση της διάρκειας του εργασιακού βίου. Η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών που προωθείται τα τελευταία χρόνια στο όνομα της αποτροπής ενός «κραχ» είχε ως αποτέλεσμα να φουσκώσουν τα χρηματιστήρια, φέρνοντας κέρδη για τους μετόχους και μπόνους για τους διαχειριστές επενδύσεων και τις τράπεζες.Η κατάσταση όμως «ξέφυγε» και εκτινάχθηκε ο πληθωρισμός ο οποίος κατατρώει τα εισοδήματα της πλειονότητας των πολιτών και ισοδυναμεί με μείωση μισθού για τους εργαζομένους.
Οι κεντρικές τράπεζες, βέβαια, αδιαφορούν για τους μισθούς. Αντιθέτως, κουνάνε το δάχτυλο και «προειδοποιούν» ότι εάν αυξηθούν οι μισθοί, ο κόσμος θα συνεχίσει να καταναλώνει, τροφοδοτώντας έτσι τον πληθωρισμό και οι τιμές των αγαθών θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Αν μπορούσαν, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα μείωναν τους μισθούς!
Επειδή δεν μπορούν, όμως, να κάνουν κάτι τέτοιο, κάνουν το ισοδύναμο. Ανεβάζουν τα επιτόκια, για να μειώσουν το χρήμα που κυκλοφορεί και εκεί… αφήνουν την αγορά να λειτουργήσει. Δηλαδή, να «πνιγεί» η οικονομική δραστηριότητα, να έρθει ύφεση και ανεργία και έτσι να μειωθούν τα πραγματικά εισοδήματα και μαζί η κατανάλωση και οι επενδύσεις που ανεβάζουν τις τιμές.
Οι κεντρικές τράπεζες όμως πλέον βρίσκονται σε αδιέξοδο. Εάν αυξήσουν κι άλλο τα επιτόκια, δημιουργούν ρωγμές στο τραπεζικό σύστημα και κάποιες τράπεζες μπορεί να «σκάσουν». Εάν δεν αυξήσουν τα επιτόκια, ο πληθωρισμός μπορεί να συνεχίσει να ανεβαίνει, οπότε για να τον σταματήσουν αργότερα θα χρειαστούν μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων, οι οποίες θα δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερες ρωγμές.
Πάμε σταθερά, δηλαδή, σε… περισσότερο τραπεζικό σοσιαλισμό.