Ένα από τα βασικά ατού της κυβέρνησης τα τελευταία έξι χρόνια και το οποίο μετρούσε τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ήταν η εξασφάλιση της σταθερότητας. Μια πολιτική σταθερότητα πάνω στην οποία μπορούσαν να στηριχθούν και να αναπτυχθούν οι κυβερνητικές της πρωτοβουλίες και το πρόγραμμα της για οικονομική ανάκαμψη, για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, για συγκρούσεις με κατεστημένες αντιλήψεις, για ολοκλήρωση όλων υποχρεώσεων για πλήρη απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σταθερότητα πάνω στην οποία μπορούσε να προγραμματίζει και να αντιμετωπίζει όλες τις απρόσμενες εξελίξεις μέχρι το τέλος της θητείας της, προκειμένου να μπορεί να παρουσιάσει τα πεπραγμένα της στην κρίση του ελληνικού λαού.
Όμως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο θεός χαμογελά!
Έτσι, φθάσαμε μέσα σε λίγες εβδομάδες από την πραγματοποίηση των συλλαλητηρίων για τα Τέμπη, για να φανεί πως η σταθερότητα δεν είναι και τόσο… σταθερή!
Το δυστύχημα των Τεμπών όχι μόνο δεν ξεχάστηκε αλλά επανήλθε με ένα δυναμικό τρόπο και απειλεί να επισκιάσει τα πάντα, δημιουργώντας μια μονοθεματική ατζέντα που είναι πλέον σχεδόν βέβαιον, θα είναι ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων μέχρι και τις επόμενες εκλογές.
Η αντιπολίτευση βρήκε πεδίον δόξης λαμπρόν και παίζει τα ρέστα της για να πλήξει θανάσιμα την κυβέρνηση και προσωπικά τον ίδιο τον Μητσοτάκη που πλέον δείχνει να κλονίζεται και να χάνει τον έλεγχο και την πρωτοβουλία των κινήσεων αφού ετεροκαθορίζεται από τις δίκαιες και άδικες κραυγές των Τεμπών.
Και μάλλον μοιάζει ανέφικτο στην παρούσα φάση η κυβέρνηση να μπορεί να αλλάξει την ατζέντα και να κάνει φυγή προς τα μπρος.
Όμως δεν είναι μόνο τα εσωτερικά που καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση. Οι ραγδαίες εξελίξεις στις παγκόσμιες ισορροπίες με τον «ολετήρα» Τραμπ, το άδειασμα της Ευρώπης και της Ουκρανίας , την «νομιμοποίηση» Πούτιν, την απαίτηση για αύξηση των αμυντικών δαπανών από τα μέλη του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ τους και τις απειλές για επιβολή δασμών, δημιουργούν ένα κλίμα έντονων ανησυχιών και φόβων, για τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται και οι οποίες μοιραία μας επηρεάζουν.
Υπό το βάρος αυτού του νέου σκηνικού καθίσταται πλέον αμφίβολο αν η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να συνεχίσει με τους ίδιους αναπτυξιακούς ρυθμούς και αν θα καταφέρει να υλοποιήσει τους στόχους της.
Και ο ερώτημα είναι, ποιος ωφελείται από τις μυλόπετρες μέσα στις οποίες έπεσε η κυβέρνηση; Είναι άραγε παρήγορο που ενισχύονται ψεκασμένες ακροδεξιές και ακροαριστερές δυνάμεις στο εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό; Είναι παρήγορο ή ανησυχητικό που όλο και περισσότεροι πολίτες πείθονται από λαϊκίστικες φωνές, αποδέχονται σαν κάτι φυσιολογικό, τον τοξικό λόγο, τα παράλογα επιχειρήματα και τις προσπάθειες ευτελισμού των θεσμών όπως αυτός της Δικαιοσύνης;
Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος εχέφρων που να μη θέλει να λάμψει η αλήθεια και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών. Αυτό όμως είναι θέμα της Δικαιοσύνης την οποία οφείλουμε να σεβόμαστε, να την κρίνουμε αφού δούμε τις αποφάσεις της αλλά επ’ ουδενί να προτρέχουμε και να καταδικάζουμε ως λαϊκοί δικαστές στις πλατείες και στους δρόμους των συλλαλητηρίων. Και κυρίως να μη δεχόμαστε τις αποφάσεις της α λα καρτ και αναλόγως αν μας βολεύουν ή όχι οι αποφάσεις της.
Δυστυχώς όμως -και σ’ αυτό έχει ευθύνες και η κυβέρνηση που υποτίμησε το Τέμπη κάνοντας διαδοχικά λάθη στη διαχείριση του θέματος- μπήκαμε πλέον σε μια στενωπό από την οποία είναι δύσκολο να βγούμε.
Το μείζον δε είναι πως απειλούνται να τιναχτούν στον αέρα, οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί σε όλη την κοινωνία, για καλύτερες μέρες που έρχονται στον οικονομικό τομέα και για την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου. Οι προσδοκίες για επιστροφή σε μια κανονικότητα, μετά τις περιπέτειες που περάσαμε για τουλάχιστον δέκα χρόνια και η οποία τώρα είναι ξανά το μεγάλο ζητούμενο.