Στις 30 Σεπτεμβρίου έληγε η προθεσμία που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ουγγαρία για την υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει και τις ελλείψεις που έχουν παρατηρηθεί, ώστε να γίνει η πρώτη εκταμίευση πόρων από το «Ταμείο Ανάκαμψης» (Next Generation EU).
Οι χώρες των οποίων έχουν εγκριθεί τα σχέδια, όπως η Ελλάδα, έχουν ήδη λάβει την πρώτη δόση. Αλλά για την Ουγγαρία, και την Πολωνία, η διαδικασία έχει «παγώσει», με βάση τον περίφημο «μηχανισμό του κράτους δικαίου», που συμφωνήθηκε, μετά κόπων και βασάνων, πέρσι το καλοκαίρι και που βρίσκει σήμερα την πρώτη του χρήση, αλλά και τη χρήση για την οποία προοριζόταν.
Ο κανόνας ότι για κάθε εκταμίευση θα πρέπει να προϋπάρχει εκτίμηση για μη παραβίαση «θεμελιωδών κανόνων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τον κοινοτικό προϋπολογισμό» είναι συγχρόνως δεσμευτικός και ανοιχτός σε ερμηνεία, μαζί πολιτικός και οικονομικός, αποτελεί τόσο εργαλείο άμυνας όσο και μοχλό πίεσης. Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή του δεν είναι ούτε απλή ούτε αναίμακτη υπόθεση –στην περίπτωση όμως της Ουγγαρίας και της Πολωνίας είναι μονόδρομος.
Το ενδιαφέρον, και καινούργιο στη λειτουργία της Ένωσης, είναι ότι οι θεσμικές και πολιτικές πτυχές έχουν άμεσο, και κρίσιμο, οικονομικό αντίκτυπο –εξ ου η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός ως μοχλός πίεσης. Τα κομμάτια του παζλ είναι τόσο πολλά, και με τόσο διαφορετικές στοχεύσεις, που το όλο σύστημα θα μπορούσε, δια της αλληλοεξουδετέρωσης, να λειτουργήσει υπέρ των «τιμωρούμενων» χωρών, κάτι όμως που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν φαίνεται να ισχύει.
Τόσο Ουγγαρία και Πολωνία αποτελούν παραδειγματικές περιπτώσεις όχι απλώς αντίστασης σε πολιτικές επιλογές και αποφάσεις των οργάνων της Ένωσης –κάτι που αποτελεί σύνηθες και «κανονικό» φαινόμενο- αλλά συνειδητής δοκιμασίας των ορίων του όλου συστήματος αξιών –στην κορυφή του οποίου βρίσκονται οι αρχές του κράτους δικαίου. Υποχώρηση, τώρα, μετά από τόσο κόπο για τη θεσμοθέτηση του μηχανισμού, και γενικώς του δεσμού μεταξύ σεβασμού του κοινοτικού κεκτημένου και απολαβής των οικονομικών ωφελημάτων εκ της συμμετοχής, θα σήμαινε υποταγή στους υπονομευτές της ενωμένης Ευρώπης, στους οποίους, δυστυχώς, ανήκουν, ανοιχτά πλέον, υπό τις παρούσες ηγεσίες τους, οι δυο σημαντικές χώρες-σύμβολα του κέντρου της Ευρώπης αλλά και της τελευταίας μεγάλης διαπλάτυνσης της Ένωσης.
Με την υποχώρηση να μην αποτελεί επιλογή, αλλά και τη σκληρή στάση των δυο καθεστώτων να είναι απολύτως αναμενόμενη, η «λύση» δεν μπορεί παρά να δοθεί μέσω σύγκρουσης, στη βάση των θεσμικών εργαλείων που προβλέπουν οι Συνθήκες αλλά και των πολιτικών όπλων που έχουν, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και τη στάση των κοινωνιών τους, τα περισσότερα κράτη-μέλη.
Είναι βέβαιο ότι η υπόθεση θα πάει, και έχει ήδη πάει, στα δικαστήρια. Η Επιτροπή έχει προσφύγει κατά των δυο χωρών για «αντιδημοκρατικούς» νόμους που έχουν ψηφίσει (παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αλλά και μη σεβασμός δικαιωμάτων, όπως της LTBG κοινότητας), ενώ Ουγγαρία και η Πολωνία έχουν, από την πλευρά τους, αμφισβητήσει τους όρους του «μηχανισμού κράτους δικαίου», που οι ίδιες ψήφισαν, εφόσον χρειαζόταν ομοφωνία για την έγκριση του «Ταμείου Ανάκαμψης». Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ένωσης, που δεν είναι τόσο απλή από όσο με πρώτη ματιά φαίνεται (το νομικό ζήτημα αφορά στον προσδιορισμό του τι αποτελεί «θεμελιώδη κανόνα» και ποια επιρροή έχει στον προϋπολογισμό της Ένωσης), αρχίζει μέσα στον Οκτώβριο, αλλά απόφαση δεν αναμένεται πριν από την άνοιξη του νέου χρόνου. Και είναι προφανές ότι τα πράγματα δεν μπορούν να μένουν ακίνητα ως τότε.
Πόσο μάλλον που, σε αντίθεση με το «πυρηνικό όπλο» που περιέχεται στις Συνθήκες (άρθρο 7), και με βάση το οποίο μπορούν να «τιμωρηθούν», αλλά μόνο με ομόφωνη απόφαση, κράτη-μέλη για παραβίαση των θεμελιωδών αξιών, ο πρόσφατα εγκαθιδρυμένος μηχανισμός προβλέπει ότι για ενδεχόμενο μπλοκάρισμα εκταμίευσης αρκεί η ενισχυμένη πλειοψηφία.
Τα πιόνια, κάθε άλλο παρά αδύναμα αλλά και κάθε άλλο παρά αυτόνομα, είναι πια όλα στη θέση τους. Στο Συμβούλιο ελάχιστες χώρες, πλην μελών της «ομάδας του Βίζεγκραντ» (Τσεχία, Σλοβακία), φαίνονται διατεθειμένες να στηρίξουν την Ουγγαρία και την Πολωνία. Και στις ίδιες τις υπό πίεση χώρες υπάρχουν αντιδράσεις, κοινωνικές και περιφερειακές, στην άκαμπτη στάση των κυβερνήσεων και γενικώς το πολιτικό πεδίο είναι λιγότερο μονολιθικό, με νέα πρόσωπα στην αντιπολίτευση και εκλογές ενόψει –αλλά και πάλι δεν μπορούμε να περιμένουμε το 2022 και υποθετικές αλλαγές.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ούτως ή άλλως το όργανο που πιο έντονα «σπρώχνει» να χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός –αυτό επέμεινε ώστε η Επιτροπή να θέσει ως «προθεσμία συμμόρφωσης» την 30ή Σεπτεμβρίου. Και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακονίζει τη νομολογία του, χωρίς, εξ ορισμού, να βιάζεται.
Η 30ή Σεπτεμβρίου ήλθε και παρήλθε, Ουγγαρία και Πολωνία δεν συμμορφώθηκαν, η Επιτροπή ψάχνει τη σωστή αντίδραση: σίγουρα δεν θα εκταμιεύσει και το πιθανότερο είναι ότι θα θέσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις μελλοντικής εκταμίευσης. Σε προθεσμίες που πάλι θα παρέλθουν άπρακτες;
Όταν διακυβεύεται, όπως εδώ, η αξιοπιστία της Ένωσης, αλλά και το εκ μέρους της δημοκρατικό παράδειγμα, θα πρέπει, κάποια στιγμή, όταν λέμε 30 Σεπτεμβρίου (ή Νοεμβρίου η Μαρτίου), να το εννοούμε κιόλας.