Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ενωση έσπευσε να συνταχθεί με τις προτάσεις των ΗΠΑ για αυστηρές κυρώσεις. Πρωτοστάτησαν στη διαδικασία αυτή η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς και ο εκπρόσωπος της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ, τόσο σε επίπεδο ρητορικής με «πολεμικές» δηλώσεις, όσο και με τις προτάσεις τους για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και τις αυστηρότερες δυνατές κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Στην ενέργεια, απεδείχθη ότι η απεξάρτηση από τη Ρωσία κοστίζει πολύ ακριβά στους Ευρωπαίους καταναλωτές, ενώ αποφέρει μεγάλα κέρδη στους Αμερικανούς προμηθευτές υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά και στη Μόσχα, καθώς οι πωλήσεις στην Ευρώπη έγιναν σε μικρότερες ποσότητες, αλλά σε πολύ υψηλότερες τιμές.
Όσοι επισήμαιναν την περίοδο εκείνη ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ε.Ε. δεν ταυτίζονται, καθώς και ότι οι κυρώσεις κοστίζουν περισσότερο στους Ευρωπαίους πολίτες απ’ ό,τι στον Βλαντιμίρ Πούτιν χαρακτηρίζονταν λαϊκιστές, ενώ τα επιχειρήματα χάνονταν μέσα στον ορυμαγδό της πολεμικής ρητορικής πανταχόθεν.
Τα πράγματα όμως δεν έμειναν εκεί. Τον περασμένο Αύγουστο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα ενισχύσεων της αμερικανικής βιομηχανίας ύψους 369 δισ. δολαρίων, το οποίο τίθεται σε ισχύ από το νέο έτος και απειλεί να δημιουργήσει υπαρξιακό πρόβλημα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οι επιδοτήσεις σε ηλεκτροκίνηση (οχήματα και μπαταρίες) στις ΗΠΑ μπορεί να φτάνουν τα 600-800 εκατ. δολάρια για μια νέα επένδυση εκεί, ενώ οι Αμερικανοί καταναλωτές θα επιδοτούνται με έως 7.500 δολάρια για αγορά ηλεκτρικών οχημάτων που παράγονται στη χώρα τους.
Αυτά μάλιστα. Είναι μέτρα ενίσχυσης της «πράσινης μετάβασης» αλλά και της εγχώριας παραγωγής. Αλλά τα υιοθετούν οι Αμερικανοί, όχι η Ε.Ε. Η «λαλίστατη» κυρία Φον ντερ Λάιεν και οι αρμόδιοι επίτροποι υπερθεμάτιζαν για την πράσινη μετάβαση τα τελευταία χρόνια, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν είχαν ούτε σχέδιο, ούτε είχε γίνει προετοιμασία.
Το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης υποτίθεται ότι στοχεύει στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αλλά τώρα πλέον οι επενδύσεις στην Ευρώπη στρέφονται σε υποδομές υδρογονανθράκων. Οι τελευταίες είχαν μείνει πίσω λόγω της «πράσινης» ρητορικής, γεγονός που συνετέλεσε και στην αύξηση των τιμών.
Οι Γερμανοί τρέχουν να κλείσουν συμφωνίες για προμήθεια φυσικού αερίου από το Κατάρ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν σπεύδει στις ΗΠΑ για να ζητήσει… έκπτωση στο υγροποιημένο φυσικό αέριο, καθώς και πρόσβαση των ευρωπαϊκών εταιρειών στις επιδοτήσεις που θα δώσουν οι ΗΠΑ. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες… ανακαλύπτουν τώρα ότι ο συνδυασμός ακριβής ενέργειας στην Ευρώπη και οι αμερικανικές επιδοτήσεις απειλούν να δημιουργήσουν υπαρξιακό πρόβλημα στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Ήδη μεγάλες εταιρείες επανεξετάζουν τα επενδυτικά τους σχέδια επί ευρωπαϊκού εδάφους και στρέφουν το ενδιαφέρον τους στις ΗΠΑ.
Και δεν είναι μόνον αυτό. Οι ΗΠΑ έχουν πλέον στρέψει τα «πυρά» του οικονομικού πολέμου και στην Κίνα, την οποία θεωρούν στρατηγική απειλή. Η τελευταία κίνησή τους ήταν να απαγορεύσουν την πώληση εξελιγμένων επεξεργαστών και άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα. Τούτο επηρεάζει και τις ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι και οι δικές τους εξαγωγές στην Κίνα δεν περιλαμβάνουν «απαγορευμένα» προϊόντα. Το πιθανότερο είναι ότι αργά ή γρήγορα οι ΗΠΑ θα πιέσουν την Ε.Ε. να συνταχθεί μαζί τους και κατά της Κίνας, η οποία όμως αποτελεί πολύ σημαντική αγορά για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Αντίστοιχα μέτρα είχε ζητήσει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πίεζε τους Ευρωπαίους να αποκλείσουν την κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei.
Η έλευση του Τζο Μπάιντεν δημιούργησε ελπίδες ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα εγκατέλειπε τον προστατευτισμό του προκατόχου του, αλλά απεδείχθη ότι ο νέος πρόεδρος κινείται στην ίδια κατεύθυνση, εκείνη του «Πρώτα η Αμερική».
Μέχρι στιγμής τα πράγματα δείχνουν ότι κάθε κίνηση των ΗΠΑ φέρνει σε δυσκολότερη θέση την Ευρώπη, η οποία «περικυκλώνεται» από διαφορετικά προβλήματα, τα οποία εξελίσσονται σε «τέλεια καταιγίδα» για την Ε.Ε. και αυξάνουν την εξάρτησή της από την Ουάσινγκτον.
Το ερώτημα είναι εάν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις και οι ηγεσίες εκείνες που θα υπηρετήσουν το δόγμα «Πρώτα η Ευρώπη».