Υπό το βάρος του πολέμου στην Ουκρανία, το φάσμα της επανεκλογής Τραμπ (και των προεκλογικών του δηλώσεων ότι θα αφήσει την Ευρώπη, και το ΝΑΤΟ, στη μοίρα τους) και τις πρόσθετες επιπλοκές από τον πόλεμο στη Γάζα –δηλαδή υπό την ασφυκτική πίεση μιας μέγγενης- η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αποφασίσει να αλλάξει όχι απλώς δόγμα, αλλά πολιτικές προτεραιότητες, σχεδόν πολιτική φυσιογνωμία. Από ήπια δύναμη ειρήνης μετασχηματίζεται σε οργάνωση, και οικονομία, προσανατολισμένη στις ανάγκες μιας υπαρκτής, πιθανώς και διαρκούς, κατάστασης πολέμου.
«Αν θέλουμε ειρήνη, πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πόλεμο», δήλωσε, με τον πιο επίσημο τρόπο (άρθρο 19ης Μαρτίου, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο όλων των κρατών-μελών), ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ. Δεν ήταν, για μια φορά, ούτε πυροτέχνημα, ούτε γκάφα: είχαν στρώσει το έδαφος ανάλογες τοποθετήσεις της Προέδρου της Επιτροπής –και επιστήθιας εχθρού του Μισέλ-, του Γάλλου Προέδρου, καθώς και του Γερμανού υπουργού Άμυνας, που εξέφρασε, ούτε λίγο ούτε πολύ, την πεποίθηση ότι η Ένωση θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει πολεμικά τη Ρωσία στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάγκης «προετοιμασίας», ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου χάραξε δύο άξονες. Αφενός ενίσχυση της πολιτικής άμυνας και ασφάλειας της Ένωσης -ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε στο επόμενο κείμενο. Και αφετέρου, άντληση πόρων για μεγαλύτερη βοήθεια στη μαχόμενη Ουκρανία -ο πόλεμος βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη για τους αμυνόμενους καμπή, τα πυρομαχικά σύντομα τελειώνουν, η Ουγγαρία μπλοκάρει με διάφορους τρόπους τα «πακέτα» που συμφωνούνται, ενώ και η αμερικανική βοήθεια «δυσκολεύεται»- αλλά και για συγκρότηση «ευρωπαϊκής αμυντικής (δηλαδή οπλικής) βιομηχανίας». Ο Μισέλ έκανε λόγο για «διπλασιασμό των αγορών (δηλαδή της παραγωγής) από χώρες της Ένωσης ως το 2030», αλλά οι επικεφαλής των σχετικών ευρωπαϊκών εταιριών έχουν πολύ μεγαλύτερα όνειρα.
Σημασία -και δυσκολία- έχει ο τρόπος με τον οποίο θα αντληθούν οι αναγκαίοι για την οικοδόμηση της «οικονομίας πολέμου» πόροι. Τέσσερις προτάσεις έχουν μέχρι στιγμής πέσει στο τραπέζι, όλες με τα νομικά, πολιτικά και πρακτικά προβλήματά τους.
Πρώτον, αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού και «προεγγραφή» ειδικών κονδυλίων για την άμυνα και την αμυντική βιομηχανία. Το πρόβλημα είναι ότι το άρθρο 41 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει τη χρηματοδότηση «επιχειρήσεων με στρατιωτικές ή αμυντικές επιπτώσεις», άρα θα έπρεπε να αλλάξει αυτή η διάταξη, ή να «ερμηνευθεί» με τρόπο τόσο ευφάνταστο –«επιχειρήσεις» σημαίνει πολεμικές κινήσεις της ίδιας της Ένωσης και όχι συμβολή σε πολεμικές κινήσεις άλλων οντοτήτων- που φαίνεται εντελώς απίθανο να κατακτήσει την αναγκαία ομοφωνία.
Η δεύτερη πρόταση, ένας νέος γύρος κοινού δανεισμού που θα καταλήξει σε «ευρωομόλογα άμυνας», αρθρώθηκε κυρίως από τον Πρόεδρο Μακρόν, με τη διακριτική στήριξη χωρών που βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα» (Πολωνία, βαλτικές), χωρών που μετακινήθηκαν σταδιακά σε αυτή την κατεύθυνση (Φινλανδία, Τσεχία, Λουξεμβούργο) και άλλων, στην πρώτη γραμμή των οποίων η δική μας, με μόνιμα αμυντικά προβλήματα. Βρίσκει όμως απέναντι της ένα πολύ ισχυρό μπλοκ με ηγέτη την Ολλανδία (που είναι απίθανο να αλλάξει στάση οψέποτε αντικατασταθεί ο σημερινός Πρωθυπουργός Ρούτε) και «μέλη» Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία, ίσως και άλλες.
Η τρίτη πρόταση, να «κατασχεθούν» και να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτική ενίσχυση οι πόροι (κοντά στα 4 δις) από τα «παγωμένα», ως συνέπεια των διαφόρων μέτρων και απαγορεύσεων, περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας, είναι η πιο «εύκολη» -δεν έχει επιπτώσεις σε καμία χώρα της Ένωσης- αλλά και η πιο προβληματική από πλευράς διεθνούς δικαίου και διεθνούς οικονομίας: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία είναι κατατεθειμένα τα παγωμένα ρωσικά αποθέματα, ήδη διαμήνυσε ότι η χρήση τέτοιων πόρων θα υπέσκαπτε την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού συστήματος ως «ασφαλούς καταφυγίου» για τις οικονομίες νοικοκυριών και χωρών.
Μένει ο τέταρτος δρόμος, ο πιο τεχνικός και (σχετικά) πιο «ανώδυνος»: πρόκειται για άντληση πόρων με δανεισμό –κοινό πάλι δανεισμό- από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ). Στη σχετική πρωτοβουλία πρωτοστατεί η Φινλανδία, μέσω επιστολής που υπέγραψαν μαζί της οι 4 από τις 6 ιδρυτικές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία), οι 2 σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία και Δανία), οι 3 βαλτικές (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία), καθώς και 4 από τις «καινούργιες» (Πολωνία, Τσεχία, Ρουμανία, Βουλγαρία). Η απουσία της Ελλάδας είναι περίεργη, αλλά όχι καθοριστική –εξάλλου είναι γνωστό ότι στηρίζει όλες τις κοινές αμυντικές πρωτοβουλίες. Η λύση αυτή φαίνεται, παρότι απαιτεί τροποποίηση του Καταστατικού της ΕΤΕ, ως η πολιτικά πιο εφικτή, όχι όμως η πιο γρήγορη και σίγουρα όχι η πιο αποτελεσματική.
Όμως οι πόλεμοι, και η ανάγκη για μια νέα Ευρώπη μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, δεν περιμένουν.
Διαβάστε ακόμη
Βloomberg: Πού θα φτάσει το πετρέλαιο: Τι «βλέπουν» οι αναλυτές μετά την επίθεση του Ιράν
Είναι η σαρδέλα το νέο κόκκινο κρέας;
Εξάρχου (Intrakat): Η Ελλάδα οφείλει να δημιουργήσει μία οικονομία με σοβαρή παραγωγική βάση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ