Μετράει χρόνια πλέον που η κεντροαριστερά στη χώρα μας δυσκολεύεται να ορθοποδήσει, να πείσει τους πολλούς, να «αρέσει», να ανοίξει δρόμους, να προσεγγίσει τη συνθήκη της πολιτικής ηγεμονίας.
Δεν είναι ένας αλλά πολλοί προφανώς οι λόγοι τους οποίους επικαλούνται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ηγέτες και στελέχη της κεντροαριστεράς, όταν βλέπουν να μειώνονται οι δυνάμεις που την υποστηρίζουν και να συμπιέζονται προς τα κάτω τα ποσοστά της, στα γκάλοπ και στις κάλπες. Εδώ στη χώρα μας, η πολυετής κρίση έφερε τα πάνω- κάτω, οδήγησε το άλλοτε πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ σε ισχνά μονοψήφια ποσοστά, ενώ ψηφοφόροι του έφευγαν μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Από τότε μέχρι τώρα οι «δείκτες» άλλαξαν ουκ ολίγες φορές θέση- στις πρόσφατες εθνικές εκλογές η κεντροδεξιά παράταξη, η Νέα Δημοκρατία επιβεβαίωσε την κυριαρχία της, ο ΣΥΡΙΖΑ συνάντησε το τσουνάμι της στρατηγικής ήττας που υπέστη από το 2019 και το ΠΑΣΟΚ σημείωσε διψήφιο ποσοστό και αύξησε τις δυνάμεις του κατά 40%.
Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις -επτά μήνες μετά τις εθνικές εκλογές- καταγράφεται σχεδόν η ίδια εικόνα, υπό την έννοια ότι η Νέα Δημοκρατία διατηρεί ισχυρό προβάδισμα μεγάλη απόσταση (20 μονάδων και πλέον) από το δεύτερο κόμμα. Στη δημοσκόπηση της Marc για παράδειγμα και στην εκτίμηση ψήφου, με αναγωγή επί των εγκύρων, η Νέα Δημοκρατία κινείται κοντά στο 39%, το ΠΑΣΟΚ στο 15% και ο ΣΥΡΙΖΑ (φαίνεται ότι «μονιμοποιείται» στην τρίτη θέση) στο 12%. Η κυβερνητική παράταξη διατηρεί στην πρόθεση ψήφου ισχυρό προβάδισμα 21 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του ΠΑΣΟΚ- έχουν 33,7% και 12,7% αντίστοιχα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ 10%, το ΚΚΕ 8%, η Ελληνική Λύση 5,8% και ακολουθούν η«Νίκη» με 2,8%, οι Σπαρτιάτες και η Πλεύση Ελευθερίας με 2,7%, η Νέα Αριστερά με 2% και το ΜέΡΑ25 με 2%. Δεν έχει αποφασίσει, όπως δηλώνει, το 10,1% των ερωτηθέντων.
Εκτός από τους αριθμούς ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων, όπου φαίνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (και αυτοί ενδεχομένως που από το 2009 και μετά γεμίζουν τη δεξαμενή του «καναπέ» στις εκλογικές αναμετρήσεις) αναμένει δραστικές λύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συναντά σε καθημερινή βάση. Οι περισσότεροι αναζητούν συγκεκριμένες λύσεις και στοχευμένες δράσεις- όχι κάποιες εμβαλωματικές κινήσεις ή λόγια του αέρα. Για τα δύσκολα προβλήματα περιμένουν κάτι παραπάνω από χτυπήματα κατανόησης στην πλάτη.
Τα στοιχεία άλλωστε αποκαλύπτουν την πραγματική ζωή. Σύμφωνα – ας πούμε- με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών, έξι στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα με το διαθέσιμο εισόδημά τους, το οποίο επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Τη στιγμή δηλαδή, που η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, προβάλλει ο «γκρίζος» χάρτης που επιβεβαιώνει και χτυπά «καμπάνες» για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών λόγω της πολύμηνης κρίσης ακρίβειας και για την μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Σε αυτό το τοπίο πού «βρίσκεται» ακριβώς η κεντροαριστερά, πως δρα και γιατί δεν «ακούγεται» όσο θα ήθελε; Η αλήθεια είναι ότι για την επέλαση της ακρίβειας έχει υποστηρίξει ότι δεν είναι μόνο εισαγόμενη η αιτία και έχει επίσης παρουσιάσει προτάσεις (όπως η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα,) που πράγματι η κυβέρνηση απέρριψε και συνεχίζει να απορρίπτει. Οι δράσεις από την πλευρά της δεν τελείωσαν, όμως δεν φαίνεται να αφήνουν ισχυρό άκουσμα στα αυτιά των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί.
Σε ένα ζήτημα που αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό για την ισότητα στο γάμο, το ΠΑΣΟΚ για παράδειγμα ενώ θα έπρεπε να είχε βγει μπροστά με καθαρό λόγο και να απλώσει εγκαίρως την ατζέντα του, έχασε χρόνο, υπενθύμισε απλώς την προγραμματική του θέση- και τώρα κινδυνεύει να πάθει ότι και η ΝΔ (συντηρητικό κόμμα παρότι η ηγεσία του κατακτά διαρκώς χώρο στο Κέντρο) που βλέπει ένα σημαντικό αριθμό βουλευτών της να κινείται αντίθετα.
Είναι το ΠΑΣΟΚ υπέρ της ίδρυσης μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων; Ο κ. Ανδρουλάκης δήλωσε αρχικά – από το φθινόπωρο του 2023, όταν η κυβέρνηση προανήγγειλε την κατάθεση σχεδίου νόμου στη βουλή- ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο σε μια τέτοια εξέλιξη. Προ ημερών – κάποιους μήνες αργότερα δηλαδή- επανέλαβε τη θέση του και έβαλε στο δημόσιο διάλογο την πρότασή του που αφορά στα ακαδημαϊκά και γεωγραφικά κριτήρια και βέβαια στην ενίσχυση των δημόσιων πανεπιστημίων. Ευάλωτα και χωρίς σημαντικούς πόρους είναι και τα νοσοκομεία- εδώ και χρόνια η λειτουργία τους στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από την υπερπροσπάθεια του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού της.
Ο «χάρτης» με τα κορυφαία ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες δεν έχει τέλος. Και για αυτά τα ζητήματα, μια κεντροαριστερά, που θέλει να ακούγεται ακόμη περισσότερο προσελκύοντας και νέο ακροατήριο, οφείλει όχι να ακολουθεί αλλά να ηγείται «εκστρατειών» προς όφελος των πολλών. Να ανοίγει θέματα, να επιβάλει την ατζέντα της και να παρουσιάζει με ένα ελκυστικό και σύγχρονο αμπαλάζ τις προτάσεις της. Να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά και με ρητορική που θα αποφεύγει τα πολλά «ναι, μεν αλλά».